Τρίτη 30 Ιουλίου 2024

SZ: «Γιατί οι δικαστές επιβεβαιώνουν μόνο εν μέρει τον νέο εκλογικό νόμο»

Süddeutsche Zeitung «Γιατί οι δικαστές της Καρλσρούης επιβεβαιώνουν μόνο εν μέρει τον νέο εκλογικό νόμο»

«Η βασική ρήτρα εντολής συνεχίζει να ισχύει. Ένα κόμμα που κερδίζει τρεις εκλογικές περιφέρειες μπαίνει απευθείας στην Ομοσπονδιακή Βουλή. Ωστόσο το όριο του πέντε τοις εκατό πρέπει να αναθεωρηθεί. Τι σημαίνει αυτό για την Κυβέρνηση Συνασπισμού.»

Άρθρο του Wolfgang Janisch αναφέρεται στη δημοσιευθείσα απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης σχετικά με τον προ περίπου ενός έτους τροποποιηθέντα εκλογικό νόμο. Όπως σχολιάζει ο αρθρογράφος, ο εκλογικός νόμος κατάφερε ‘να περάσει το τεστ της Καρλσρούης’, καθώς πρόκειται να μειωθούν στις 630 από 733 οι έδρες του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου στις επόμενες εκλογές, αποκλείοντας συνεπώς περαιτέρω διεύρυνση. Ωστόσο, το δικαστήριο υπέδειξε και διόρθωση, διατηρώντας προς το παρόν τη βασική ρήτρα εντολής, ήτοι τον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο ένα κόμμα που κερδίζει τρεις εκλογικές περιφέρειες εισέρχεται στην Ομοσπονδιακή Βουλή ακόμα και εάν δεν έχει υπερβεί το όριο του 5%. Όπως επισημαίνεται, η εν λόγω ρήτρα συμβάλλει στην επιβίωση του κόμματος Die Linke, αλλά είναι επίσης εξαιρετικά σημαντική και για το CSU, καθώς βάσει των τελευταίων δημοσκοπήσεων τα ποσοστό του κόμματος σε ομοσπονδιακό επίπεδο βρίσκεται στο 5,2%. Κατά του εκλογικού νόμου είχε προσφύγει η κοινοβουλευτική ομάδα της Ένωσης CDU/CSU, το CSU και η κυβέρνηση του κρατιδίου της Βαυαρίας, καθώς και το κόμμα Die Linke και περισσότεροι από 4.200 ψηφοφόροι που υποστηρίζονταν από την οργάνωση ‘Mehr Demokratie’. Το κόμμα Die Linke είχε αντιταχθεί κυρίως στην κατάργηση της βασικής ρήτρας εντολής, ενώ το CDU και κυρίως το CSU κατά του πυρήνα της μεταρρύθμισης.

Δια της τροποποίησης του εκλογικού νόμου, η κυβέρνηση συνασπισμού επεδίωκε να διασφαλίσει ότι το Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο δεν θα συνέχιζε να αυξάνεται λόγω της υπερεκπροσώπησης και των ‘εξισορροπητικών’ εντολών, καθώς, σύμφωνα με υπολογισμούς, θα μπορούσε να ανέλθει ο αριθμός των βουλευτών ακόμα και σε 800 ή 900. Ως εκ τούτου, μόνο η δεύτερη ψήφος, δηλαδή η ψήφος των κομμάτων, θα έπρεπε στο εξής να είναι καθοριστική για τον αριθμό των εδρών. Όπως επεξηγείται στο δημοσίευμα, αν και η πρώτη ψήφος αυξάνει τις πιθανότητες του νικητή της εκλογικής περιφέρειας να εισέλθει στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο, δεν εγγυάται τη νίκη, δεδομένου ότι, εάν ένα κόμμα έχει περισσότερους νικητές στην εκλογική περιφέρεια από τον αριθμό των εδρών που δικαιούται σύμφωνα με το αποτέλεσμα των δύο ψήφων, τότε όσοι βρίσκονται χαμηλότερα στην προτίμηση δεν εισέρχονται στη Βουλή (Zweitstimmendeckung).

Σύμφωνα λοιπόν με το δικαστήριο, υπάρχει συνταγματική συμβατότητα, διότι ο νομοθέτης τροποποίησε εν προκειμένω τον εκλογικό νόμο, διαθέτοντας ευρύ περιθώριο ελιγμών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όπως υπογραμμίζεται, το δικαστήριο προβάλλει την ελευθερία του νομοθέτη να αναδιαμορφώνει τα εκλογικά συστήματα. Η νέα εκδοχή του εκλογικού νόμου διαφέρει από τους προηγούμενους σε ένα βασικό σημείο, στο ότι προκειμένου να εισέλθει ο υποψήφιος στην Ομοσπονδιακή Βουλή δεν αρκεί να κερδίσει στην εκλογική του περιφέρεια, αντιθέτως, η εντολή του πρέπει να καλύπτεται και από τη δεύτερη ψήφο του κόμματός του. Στη Γερμανία, όπως τονίζεται, ισχύει έως σήμερα και θα συνεχίσει να ισχύει το σύστημα αναλογικής εκπροσώπησης, εμπλουτισμένο με στοιχεία εξατομικευμένης ψηφοφορίας, με μόνη διαφορά ότι έχουν μετατοπιστεί σε κάποιον βαθμό οι ισορροπίες, καθώς κυριαρχεί η αναλογικότητα στην εκπροσώπηση έναντι του προσωπικού στοιχείου.



Ως προς τη ρήτρα του 5%, σημειώνεται ότι το δικαστήριο επιβεβαίωσε τη σημασία της, η οποία, όπως σχολιάζεται, ναι μεν οδηγεί σε άνιση μεταχείριση, διότι οι ψήφοι υπέρ μικρότερων κομμάτων δεν έχουν απόηχο στο αποτέλεσμα, ωστόσο δικαιολογείται, καθώς διατηρείται η εργασιακή και λειτουργική ικανότητα του κοινοβουλίου, ‘αποτρέποντας τον κατακερματισμό του κοινοβουλίου σε πολλές μικρές ομάδες’, όπως αναφέρεται στην απόφαση. Παρ’ όλα αυτά, το δικαστήριο προβαίνει σε διόρθωση, η οποία λειτουργεί υπέρ του CSU, καθώς προς όφελος της συνέχισης των εργασιών του κοινοβουλίου, στις περιπτώσεις που υπάρχει πραγματική συνεργασία μεταξύ δύο κομμάτων, όπως στην περίπτωση της Ένωσης CDU/CSU, δεν θα ισχύει η ρήτρα του 5%. Ωστόσο η ανωτέρω ρύθμιση δεν θα ισχύει σε ad hoc εκλογικές συμμαχίες μεταξύ δύο κομμάτων που στην πραγματικότητα βρίσκονται σε ανταγωνισμό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το δικαστήριο έδωσε τρόπον τινά στο CSU εγγύηση επιβίωσης, αρκεί να μην έρθει σε ρήξη με το CDU.



Από τα προαναφερθέντα συνεπάγεται ότι, σε κάποιον βαθμό η ρήτρα του 5% είναι αντισυνταγματική συνεπώς πρέπει να γίνουν προσαρμογές και επειδή ο χρόνος είναι σημαντικός, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάσισε υπέρ μιας μεταβατικής λύσης έως ότου ψηφιστεί μία νέα ρύθμιση από το νομοθετικό σώμα. Η υφιστάμενη βασική ρήτρα εντολής θα συνεχίσει να ισχύει, όποιος κερδίσει τρεις εκλογικές περιφέρειες θα εισέρχεται στο κοινοβούλιο. Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση συνασπισμού δεν χρειάζεται να προβεί σε βιαστικές διορθώσεις του τροποποιημένου εκλογικού νόμου, ωστόσο, μπορεί επίσης να προβεί σε περαιτέρω τροποποιήσεις, μειώνοντας για παράδειγμα το όριο του 5% ή εισάγοντας τροποποιημένη βασική ρήτρα εντολής. Όπως σχολιάζει ο αρθρογράφος, ενδεχομένως η πολιτική συζήτηση να ξεκινήσει εκ νέου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.