Του Γιώργου Παπαδόπουλου (πρ. αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων και γεν. γραμματέας του ΣΑΕ, σήμερα μόνιμος κάτοικος Δράμας)
Οι γιορτές δεν έφεγγαν πάντα με φως.
Για τις προσφυγικές οικογένειες έρχονταν πρώτα με κρύο, με στέρηση και με μνήμες που είχαν ταξιδέψει μακριά για να φτάσουν ως εδώ. Τα Χριστούγεννα δεν ήταν μόνο γιορτή. Ήταν δοκιμασία. Να περάσει ο χειμώνας. Να μη σβήσει η φωτιά. Να μείνει όρθιο το σπίτι.
Σ' αυτές τις συνθήκες, τα κάλαντα δεν ήταν απλώς τραγούδι. Ήταν έξοδος στον δρόμο, συνάντηση ανθρώπων, ανταλλαγή ευχών. Ένας τρόπος να δηλωθεί η παρουσία. Είμαστε εδώ, αντέχουμε ακόμα. Αυτή η μνήμη, προσωπική και συλλογική ταυτόχρονα, επιστρέφει κάθε φορά που ο Δεκέμβρης βαραίνει.
Θυμάμαι τα κάλαντα στα παιδικά μου χρόνια.
Ο Δεκέμβρης τότε μου φαινόταν πάντα πιο παγερός. Ένα κρύο δυνατό, που δεν αιωρούνταν μόνο στον αέρα, αλλά διαπερνούσε το κορμί και κόλλαγε στο χώμα. Πάγωναν πρώτα οι δρόμοι και μετά τα πόδια μας.
Χωρίς σκούφους, με κοντά παντελόνια και μακριές κάλτσες, περιδιαβαίναμε τους παγωμένους χωματόδρομους. Λάσπες από τις βροχές, νερά μισοπαγωμένα, χιόνι στις άκρες. Από σπίτι σε σπίτι, για να πούμε τα κάλαντα. Αυτιά και μάγουλα κατακόκκινα, να τσούζουν από το τσουχτερό κρύο. Μα δεν τα παίρναμε καν στο νου. Η βιασύνη να προλάβουμε, να μη μείνει καμιά πόρτα αχτύπητη, ήταν πιο δυνατή.
Θυμάμαι τα νομίσματα.
Τις τρύπιες πεντάρες, τις δεκάρες, τις εικοσάρες. Η εικοσάρα ήταν το πιο σημαντικό νόμισμα που παίρναμε στη γειτονιά. Όταν έπεφτε στην παλάμη μας, τη φυλάγαμε σαν κάτι ιδιαίτερο. Φτωχοί πρόσφυγες όλοι, μα φιλόξενοι. Οι πόρτες άνοιγαν με χαμόγελο. Για γνωστούς και για αγνώστους. Κανείς δεν ρωτούσε πολλά, μόνο αν κρυώνουμε.
Η γειτονιά μοσχοβολούσε απ' τα φρεσκοψημένα τσουρέκια, τα κουλούρια και τα γλυκίσματα. Οι μυρωδιές ξεπηδούσαν στους δρόμους και ανακατεύονταν με τον παγωμένο αέρα. Σπίτια φτωχικά, χαμηλοτάβανα, συχνά σκοτεινά, μα γεμάτα ζωντάνια από τις φωνές των παιδιών. Τόσα πολλά παιδιά. Έρχονταν κι απ' τα γύρω χωριά. Και κείνα φτωχά. Η διαφορά ανάμεσα σε πόλη και χωριό ήταν εμφανής, στο ντύσιμο, στις προφορές, στους ιδιωματισμούς. Κι όμως, εκείνη τη μέρα, ήμασταν όλοι ίσοι.
Το βράδυ μαζεύονταν όλη η οικογένεια στο μοναδικό θερμαινόμενο δωμάτιο του σπιτιού.
Η ξυλόσομπα έκαιγε στο κέντρο και γύρω της στριμωχνόμασταν όλοι. Ακούγαμε τις χριστουγεννιάτικες ιστορίες των μεγάλων, ιστορίες παλιές, από άλλους τόπους, από ξεριζωμούς και νέες αρχές. Κάποιοι τραγουδούσαν τα κάλαντα στα ποντιακά, σε έναν ιδιωματισμό που δεν καταλαβαίναμε πλήρως, μα μας άγγιζε βαθιά. Οι λέξεις αρχαίες, άγνωστες σε μας, αλλά ο ήχος του «κεμεντζέ» γνώριμος.
Εμείς, τα παιδιά, είχαμε τη δική μας έγνοια.
Απλώναμε τα νομίσματα στο τραπέζι και τα χωρίζαμε σε στήλες: πεντάρες, δεκάρες, εικοσάρες. Κάθε χρόνο το ίδιο. Η στήλη με τις πεντάρες η ψηλότερη. Μετά οι δεκάρες. Και πάντα η πιο μικρή, σχεδόν ντροπαλή, με τις εικοσάρες. Δεν μας πείραζε. Το μέτρημα ήταν η χαρά.
Ήξερα ήδη πού θα πήγαιναν τα λεφτά.
Απ' το γειτονικό ψιλικατζίδικο αγοράζαμε Κλασσικά Εικονογραφημένα και βόλους για τα καθημερινά μας παιχνίδια. Τα περιοδικά τα διαβάζαμε και τα ξαναδιαβάζαμε. Από κείνα μάθαμε ιστορίες, πρόσωπα, διαλόγους. Ήταν τα μοναδικά μας βιβλία έξω απ' το σχολείο. Εκεί, ακόμα παιδί, πρωτογνώρισα την Οδύσσεια του Ομήρου. Από τις εικόνες και τις λέξεις εκείνων των σελίδων άρχισε να πλέκεται μέσα μου το μεγάλο ταξίδι, ο νόστος, ο άνθρωπος που γυρίζει.
Κι έτσι, τα νομίσματα από τα κάλαντα μεταμορφώνονταν σε παιχνίδι και γνώση.
Σε βόλους που κυλούσαν στο χώμα και σε ήρωες που διέσχιζαν μακρινές θάλασσες. Μας άνοιγαν έναν κόσμο μεγαλύτερο απ' τη γειτονιά, χωρίς να μας αποσπούν από αυτήν.
Την ημέρα των Χριστουγέννων, νωρίς το πρωί, μαζευόμασταν πάλι όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Να πούμε τι ζήσαμε την προηγούμενη μέρα. Και ήταν πολλά. Απ' το πρωί ως το βράδυ καλαντίζαμε. Οι ιστορίες μεγάλωναν καθώς τις αφηγούμασταν. Λίγο πιο κρύο, λίγο πιο σκοτεινό, λίγο πιο γενναιόδωρο το νόμισμα. Έτσι λειτουργούσε η παιδική μας φαντασία.
Χρόνια αργότερα κατάλαβα πως, χωρίς να το ξέρουμε, συνεχίζαμε κάτι πολύ αρχαίο.
Την περιφορά. Την ευχή. Το χτύπημα της πόρτας με καλό λόγο. Όπως οι παλιοί αγερμοί, όταν τα παιδιά γύριζαν τα σπίτια ζητώντας ό,τι απαραίτητο για να αντέξει ο χειμώνας.
Για τους ανθρώπους που ήρθαν πρόσφυγες, η μνήμη δεν ήταν πολυτέλεια. Ήταν τρόπος να παραμείνουν όρθιοι. Κρατούσαν ό,τι μπορούσαν, τραγούδια, λέξεις, έθιμα. Τα κάλαντα, ειπωμένα στα ελληνικά ή στα ποντιακά, δεν ήταν απλώς ήχος. Ήταν απόδειξη συνέχειας.
Έτσι ενώνονταν οι γενιές.
Οι αρχαίοι αγερμοί, τα ποντιακά κάλαντα, οι παιδικές φωνές στους παγωμένους δρόμους. Όλα μέρος μιας ίδιας τελετουργίας. Να περάσει ο χειμώνας, να κρατηθεί το σπίτι, να μη χαθεί το φως.
Ίσως αυτό να είναι και το βαθύτερο νόημα των καλάντων.
Όχι τα νομίσματα που αλλάζουν χέρια, αλλά η πόρτα που ανοίγει και το ταξίδι που ξεκινά, όπως εκείνο της Οδύσσειας, από μια παιδική ανάγνωση, προς μια ζωή γεμάτη επιστροφές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.