Του Κώστα Τάτση
Αποφεύγοντας να κάνουμε υποθέσεις και παραμένοντας επικεντρωμένοι σε στοιχεία που γνωρίζουμε όλοι, μπορούμε πολύ εύκολα να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα για το λόγο που εξελίχθηκε αρνητικά για τον Ελληνισμό η υπόθεση με το σχολικό
διδακτήριο του Μονάχου.
Από την εποχή (τέλος του 2008) που το ελληνικό δημόσιο πήρε την άδεια οικοδόμησης στο οικόπεδο -το οποίο είχε αγοράσει το 2001- πέρασαν 5 περίπου χρόνια μέχρι να ξεκινήσει η ανέγερση.
Σίγουρα, τα χρόνια για την Ελλάδα και την ελληνική οικονομία δεν ήταν από τότε τα καλύτερα. Τη στιγμή που οι περικοπές δαπανών σε όλους τους τομείς και στην Παιδεία, διαδέχονταν η μία την άλλη, το ελληνικό σχολείο στο Μόναχο αποτελούσε δευτερεύον ζήτημα.
Έτσι, όταν φθάσαμε στο σημείο «μηδέν» και ξεκίνησε ο Δήμος επίσημα το 2013 να επιδιώκει την επιστροφή του οικοπέδου στην ιδιοκτησία του, βρεθήκαμε για πρώτη φορά μπροστά στον κίνδυνο το «όνειρο» του οργανωμένου Ελληνισμού να χαθεί.
Με το γνωστό τρόπο των πολιτικών παρεμβάσεων, επιτεύχθηκε το 2015 - και αφού είχε ξεκινήσει το έργο - η «ενδιάμεση» συμφωνία και υπογράφηκε νέο συμφωνητικό - νέο συμβόλαιο, του οποίου τις ρήτρες χρησιμοποίησε ο Δήμος για να λάβει την γνωστή απόφαση του Ιουλίου. Δηλαδή, όπως ισχυρίζεται στην απόφασή του ο Δήμος, οι ενδιάμεσες συμφωνίες ήταν δεσμευτικές.
Μπορούσε να αποφευχθεί το «ναυάγιο»;
Επειδή μιλάμε για ένα έργο συγχρηματοδοτούμενο, σε ύψος 80% (αρχικά, ενώ σήμερα ο νόμος προβλέπει 70%) δύσκολα θα βρει κανείς δικαιολογίες για το ναυάγιο. Όσο και να φαντάζει απαράδεκτη η εικόνα να γκρεμίζεται μια οικοδομή, όσο και να κατανοεί κανείς ότι οι ανάγκες για γερμανικά σχολεία οδήγησαν στην απόφαση του Δήμου, η ευθύνη αποδίδεται σ αυτόν που "δέχεται το γκολ" και όχι σ εκείνον που το πετυχαίνει (ακόμη και όταν υπάρχει υποψία οφσάιντ).
Το ναυάγιο θα μπορούσε να αποφευχθεί εάν τόσο- αρχικά ο ΟΣΚ (Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων)- όσο και στη συνέχεια η ΚτΥπ (Κτηριακές Υποδομές) δηλαδή, το ελληνικό δημόσιο είχε τους μηχανισμούς ελέγχου και μπορούσε να αντιμετωπίσει καθυστερήσεις, ημερομηνίες και χρονοδιαγράμματα. Αν το έργο αντιμετωπιζόταν από το ελληνικό κράτος με μια συνέχεια.
Αν, πολύ απλά, όταν στις αρχές της φετινής άνοιξης είχαν αντιμετωπίσει το γεγονός ότι η κατασκευαστική εταιρεία είχε σταματήσει τις εργασίες της. Δηλαδή 3 μήνες πριν την «αξιολόγηση» της πορείας του έργου από το Δήμο. Αν έγκαιρα προέβλεπαν τον κίνδυνο της απόφασης του Δήμου και τότε- και όχι λίγες βδομάδες πριν- την απόφαση του Δήμου, προχωρούσαν σε συνομιλίες με την γερμανική πλευρά.
Αν ήταν η ελληνική Πολιτεία σε θέση να έχει "άποψη" για το έργο.
Αλλά ήταν μόνο η "ανικανότητα" του ελληνικού Δημοσίου που οδήγησε στο «ναυάγιο»;
Μάλλον όχι. Το εγχείρημα οδηγήθηκε σε αρνητική εξέλιξη διότι δεν υπήρξε -και δεν υπάρχει ακόμα- πολιτική και στρατηγική για τον Ελληνισμό της διασποράς. Δεν αξιολογήθηκε ως ένα έργο στρατηγικής σημασίας για τον Ελληνισμό που θα το συγχρηματοδοτεί η γερμανική πλευρά - μάλιστα όχι μόνο στην κατασκευή αλλά και στη λειτουργία του όταν αποπερατωνόταν - και αυτό, στην καρδιά της Ευρώπης και σε μια πόλη, που μαζί με τα περίχωρα, ζούν σχεδόν 35.000 Έλληνες.
Η αλήθεια είναι ότι το έργο (από την αγορά του μέχρι το σημείο που βρίσκεται σήμερα) έφτασε ως εδώ επειδή υπήρχε μια πίεση τοπικών φορέων και προσώπων και όχι γιατί η ελληνική πλευρά το είδε ως «ευκαιρία». Το έργο έφθασε ως εδώ γιατί κάποιοι στην Ελλάδα ευαισθητοποιήθηκαν και το προχώρησαν.
Ως πικρό συμπέρασμα από τις εξελίξεις εξάγεται ότι αν ο Ελληνισμός της Διασποράς δεν μπορέσει να οργανώσει τα αιτήματά του, να τα διεκδικήσει και να επενδύσει στα δικά του όνειρα, τότε θα συνεχίζει να ξυπνά από τα όνειρα με εφιάλτες.
Υ.Γ. Μπορεί τα μεγέθη να μην είναι συγκρίσιμα, αλλά σήμερα παραδόθηκε στο Αμβούργο, με καθυστέρηση ετών, το μέγαρο Φιλαρμονίας. Η γερμανική πλευρά θα μπορούσε να εξαντλήσει την αυστηρότητά της, εάν επρόκειτο για μια «απλή συμφωνία κρατών». Στην προκειμένη περίπτωση, η υπόθεση αφορούσε πολίτες της και στο σημείο αυτό όφειλε να είναι πιο ευέλικτη.
Παράλληλα, ας σημειώσουμε ότι αναδείχτηκε και η αδυναμία του Ελληνισμού του Μονάχου να αντιδράσει. Κατά τα φαινόμενα στο Μόναχο σε ό,τι αφορά τον οργανωμένο Ελληνισμό «παίζεται» ένα είδος game of thrones, όπου τα βασίλεια αντιπαρατίθενται μεταξύ τους αγνοώντας τον πραγματικό κίνδυνο.
Αποφεύγοντας να κάνουμε υποθέσεις και παραμένοντας επικεντρωμένοι σε στοιχεία που γνωρίζουμε όλοι, μπορούμε πολύ εύκολα να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα για το λόγο που εξελίχθηκε αρνητικά για τον Ελληνισμό η υπόθεση με το σχολικό
διδακτήριο του Μονάχου.
Από την εποχή (τέλος του 2008) που το ελληνικό δημόσιο πήρε την άδεια οικοδόμησης στο οικόπεδο -το οποίο είχε αγοράσει το 2001- πέρασαν 5 περίπου χρόνια μέχρι να ξεκινήσει η ανέγερση.
Σίγουρα, τα χρόνια για την Ελλάδα και την ελληνική οικονομία δεν ήταν από τότε τα καλύτερα. Τη στιγμή που οι περικοπές δαπανών σε όλους τους τομείς και στην Παιδεία, διαδέχονταν η μία την άλλη, το ελληνικό σχολείο στο Μόναχο αποτελούσε δευτερεύον ζήτημα.
Έτσι, όταν φθάσαμε στο σημείο «μηδέν» και ξεκίνησε ο Δήμος επίσημα το 2013 να επιδιώκει την επιστροφή του οικοπέδου στην ιδιοκτησία του, βρεθήκαμε για πρώτη φορά μπροστά στον κίνδυνο το «όνειρο» του οργανωμένου Ελληνισμού να χαθεί.
Με το γνωστό τρόπο των πολιτικών παρεμβάσεων, επιτεύχθηκε το 2015 - και αφού είχε ξεκινήσει το έργο - η «ενδιάμεση» συμφωνία και υπογράφηκε νέο συμφωνητικό - νέο συμβόλαιο, του οποίου τις ρήτρες χρησιμοποίησε ο Δήμος για να λάβει την γνωστή απόφαση του Ιουλίου. Δηλαδή, όπως ισχυρίζεται στην απόφασή του ο Δήμος, οι ενδιάμεσες συμφωνίες ήταν δεσμευτικές.
Μπορούσε να αποφευχθεί το «ναυάγιο»;
Επειδή μιλάμε για ένα έργο συγχρηματοδοτούμενο, σε ύψος 80% (αρχικά, ενώ σήμερα ο νόμος προβλέπει 70%) δύσκολα θα βρει κανείς δικαιολογίες για το ναυάγιο. Όσο και να φαντάζει απαράδεκτη η εικόνα να γκρεμίζεται μια οικοδομή, όσο και να κατανοεί κανείς ότι οι ανάγκες για γερμανικά σχολεία οδήγησαν στην απόφαση του Δήμου, η ευθύνη αποδίδεται σ αυτόν που "δέχεται το γκολ" και όχι σ εκείνον που το πετυχαίνει (ακόμη και όταν υπάρχει υποψία οφσάιντ).
Το ναυάγιο θα μπορούσε να αποφευχθεί εάν τόσο- αρχικά ο ΟΣΚ (Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων)- όσο και στη συνέχεια η ΚτΥπ (Κτηριακές Υποδομές) δηλαδή, το ελληνικό δημόσιο είχε τους μηχανισμούς ελέγχου και μπορούσε να αντιμετωπίσει καθυστερήσεις, ημερομηνίες και χρονοδιαγράμματα. Αν το έργο αντιμετωπιζόταν από το ελληνικό κράτος με μια συνέχεια.
Αν, πολύ απλά, όταν στις αρχές της φετινής άνοιξης είχαν αντιμετωπίσει το γεγονός ότι η κατασκευαστική εταιρεία είχε σταματήσει τις εργασίες της. Δηλαδή 3 μήνες πριν την «αξιολόγηση» της πορείας του έργου από το Δήμο. Αν έγκαιρα προέβλεπαν τον κίνδυνο της απόφασης του Δήμου και τότε- και όχι λίγες βδομάδες πριν- την απόφαση του Δήμου, προχωρούσαν σε συνομιλίες με την γερμανική πλευρά.
Αν ήταν η ελληνική Πολιτεία σε θέση να έχει "άποψη" για το έργο.
Αλλά ήταν μόνο η "ανικανότητα" του ελληνικού Δημοσίου που οδήγησε στο «ναυάγιο»;
Μάλλον όχι. Το εγχείρημα οδηγήθηκε σε αρνητική εξέλιξη διότι δεν υπήρξε -και δεν υπάρχει ακόμα- πολιτική και στρατηγική για τον Ελληνισμό της διασποράς. Δεν αξιολογήθηκε ως ένα έργο στρατηγικής σημασίας για τον Ελληνισμό που θα το συγχρηματοδοτεί η γερμανική πλευρά - μάλιστα όχι μόνο στην κατασκευή αλλά και στη λειτουργία του όταν αποπερατωνόταν - και αυτό, στην καρδιά της Ευρώπης και σε μια πόλη, που μαζί με τα περίχωρα, ζούν σχεδόν 35.000 Έλληνες.
Η αλήθεια είναι ότι το έργο (από την αγορά του μέχρι το σημείο που βρίσκεται σήμερα) έφτασε ως εδώ επειδή υπήρχε μια πίεση τοπικών φορέων και προσώπων και όχι γιατί η ελληνική πλευρά το είδε ως «ευκαιρία». Το έργο έφθασε ως εδώ γιατί κάποιοι στην Ελλάδα ευαισθητοποιήθηκαν και το προχώρησαν.
Ως πικρό συμπέρασμα από τις εξελίξεις εξάγεται ότι αν ο Ελληνισμός της Διασποράς δεν μπορέσει να οργανώσει τα αιτήματά του, να τα διεκδικήσει και να επενδύσει στα δικά του όνειρα, τότε θα συνεχίζει να ξυπνά από τα όνειρα με εφιάλτες.
Υ.Γ. Μπορεί τα μεγέθη να μην είναι συγκρίσιμα, αλλά σήμερα παραδόθηκε στο Αμβούργο, με καθυστέρηση ετών, το μέγαρο Φιλαρμονίας. Η γερμανική πλευρά θα μπορούσε να εξαντλήσει την αυστηρότητά της, εάν επρόκειτο για μια «απλή συμφωνία κρατών». Στην προκειμένη περίπτωση, η υπόθεση αφορούσε πολίτες της και στο σημείο αυτό όφειλε να είναι πιο ευέλικτη.
Παράλληλα, ας σημειώσουμε ότι αναδείχτηκε και η αδυναμία του Ελληνισμού του Μονάχου να αντιδράσει. Κατά τα φαινόμενα στο Μόναχο σε ό,τι αφορά τον οργανωμένο Ελληνισμό «παίζεται» ένα είδος game of thrones, όπου τα βασίλεια αντιπαρατίθενται μεταξύ τους αγνοώντας τον πραγματικό κίνδυνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.