Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2019

DW: Η ατελείωτη Οδύσσεια της ψήφου των αποδήμων

Από συνέδριο της ΟΕΚ Γερμανίας στα τέλη της
δεκαετίας του 1970 / αρχές 1980 (αρχείο ΟΕΚ)

Λύση στο σύνθετο ζήτημα της ψήφου των αποδήμων εντός της τρέχουσας χρονιά υπόσχεται η ελληνική κυβέρνηση. Πόσο βιώσιμη όμως μπορεί να είναι όταν δεν έχει προηγηθεί ουσιαστικός διάλογος με τις μεταναστευτικές οργανώσεις;


Εντός της χρονιάς αναμένεται να έρθει στην Ολομέλεια της ελληνικής Βουλής ο νόμος για την ψήφο των Ελλήνων κατοίκων του εξωτερικού, όπως διαβεβαίωσε στις αρχές της χρονιάς ο υφυπουργός Εξωτερικών και αρμόδιος για θέματα Απόδημου Ελληνισμού Τ. Κουίκ. Προηγουμένως θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί το έργο της ειδικής επιτροπής εμπειρογνωμόνων, η οποία συγκροτήθηκε γι΄ αυτόν ακριβώς το σκοπό στα τέλη της περασμένης χρονιάς υπό την αιγίδα του υπουργείου Εσωτερικών. Κατά την πρώτη συνεδρίαση της επιτροπής μάλιστα ο αρμόδιος υπουργός Αλέξης Χαρίτσης υποσχέθηκε μια «δίκαιη και βιώσιμη λύση».

Αποστολή της επιτροπής στην οποία συμμετέχουν πολλοί και επιφανείς ακαδημαϊκοί είναι να εισηγηθεί πιθανές λύσεις σε μια σειρά σύνθετων ερωτημάτων (αριθμός πιθανών εκλογέων, επιστολική ψήφος ή άλλος τρόπος, πιθανή συγκρότηση εκλογικής περιφέρειας εξωτερικού κ.ά.) ώστε να ακολουθήσει στη συνέχεια διακομματική διαβούλευση.

Βάσει της συνταγματικής αναθεώρησης του 2001 (άρθρο 51§4) ωστόσο, που προβλέπει την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος και για τους εκλογείς που βρίσκονται εκτός Επικράτειας, ο σχετικός εκτελεστικός νόμος θα πρέπει να αποσπάσει πλειοψηφία 2/3 του συνόλου των βουλευτών στη Βουλή. Υπό τις παρούσες πολιτικές συνθήκες αυτό θα πρέπει να θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο. Πόσο μάλλον που ήταν ατελέσφορες παρόμοιες προσπάθειες του πρόσφατου παρελθόντος όταν η πολιτική πόλωση δεν ήταν τόσο ακραία όσο σήμερα.

«Ένα ανεκπλήρωτο όνειρο»

Η ψήφος των αποδήμων είναι ένα ζήτημα που απασχολεί τις μεταναστευτικές οργανώσεις εδώ και δεκαετίες. Κωδικοποιημένο ως σύνθημα «ψήφος στον μετανάστη» το σχετικό αίτημα διατυπώθηκε για πρώτη φορά στα μέσα της δεκαετίας του 1960, στο πρώτο Συνέδριο της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων (ΟΕΚ) στη Γερμανία. Όπως σημείωσε μιλώντας προς τη Deutsche Welle ο νυν πρόεδρος της ΟΕΚ Κώστας Δημητρίου: «Η ΟΕΚ ήταν η πρώτη από όλες τις μεταναστευτικές οργανώσεις που ήδη από την δεκαετία του 1960 έθεσε το δημοκρατικό δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι για τους Έλληνες πολίτες του εξωτερικού. Δυστυχώς, 50 και πλέον χρόνια μετά, συνεχίζει να αποτελεί ένα ανεκπλήρωτο όνειρο. Παρ΄ όλες τις υποσχέσεις των κομμάτων -ιδιαίτερα όταν αυτά είναι στην αντιπολίτευση- δεν έχει γίνει κάτι προς αυτή την κατεύθυνση και αυτό παρά το γεγονός ότι στην τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος έχει προβλεφθεί η ψήφος των αποδήμων από τον τόπο διαμονής τους».

Και όλα αυτά εν έτη 2018, όπως τονίζει ο κ. Δημητρίου, «όταν οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες έχουν δώσει το δικαίωμα της ψήφου στους πολίτες τους εδώ και χρόνια». Πράγματι, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες επιτρέπουν στους πολίτες τους που διαμένουν στο εξωτερικό να ασκούν τα εκλογικά τους δικαιώματα από τον τόπο διαμονής τους. Κάθε χώρα ακολουθεί βέβαια το δικό της μοντέλο όσον αφορά τους όρους και τις προϋποθέσεις αλλά και τις δυνατότητες άσκησης του δικαιώματος (κάλπες σε διπλωματικές αρχές, επιστολική ψήφος κτλ. ).

Μετανάστες προ και μετά κρίσης

Κατά ορισμένους αναλυτές οι λόγοι αυτού του «διαχωρισμού» είναι προφανείς: όπως σημειώνουν, οι Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό και κυρίως εκείνοι της πρώτης γενιάς που, ενδεχομένως, να έχουν και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον να ψηφίσουν, κινούνται πολιτικά στον συντηρητικό χώρο. Στον αντίποδα και κατά την ανάγνωση της νυν κυβέρνησης, υποστηρίζουν οι ίδιοι, η τελευταία «φουρνιά» μεταναστών που εγκατέλειψαν την Ελλάδα στο απόγειο της οικονομικής κρίσης μεταξύ 2010 και 2015, επιρρίπτουν ως επί το πλείστον την ευθύνη της κρίσης στο «παλιό κατεστημένο» και, διαπιστώνοντας την πρόοδο που έχει σημειωθεί τα τρία τελευταία χρόνια, αποτελούν δυνητικούς ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ.

Ποια θα είναι η τύχη του ΣΑΕ;


Η εκλογική συμπεριφορά των Ελλήνων του εξωτερικού δεν μπορεί φυσικά να προβλεφθεί. Όπως δεν μπορεί να προβλεφθεί επίσης πόσοι απόδημοι θα ανταποκριθούν όταν και εφόσον τους δοθεί η δυνατότητα να ψηφίσουν από τον τόπο διαμονής τους και εάν ο αριθμός αυτός θα είναι αρκετά μεγάλος για να επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα. Γεγονός είναι όμως ότι μια πολιτική που φαίνεται να έχει μοναδικό γνώμονα το κομματικό συμφέρον και να υπαγορεύεται από τους φόβους για πιθανή διατάραξη των πολιτικών ισορροπιών, δεν μπορεί να οδηγήσει σε βιώσιμη λύση σε ένα τόσο μείζον πολιτικό ζήτημα. Πόσο μάλλον που δεν έχει προηγηθεί ένας ουσιαστικός διάλογος με τους ίδιους τους απόδημους. Μολονότι ο αρμόδιος υφυπουργός Τ. Κουίκ υπόσχεται τη διευθέτηση του ζητήματος εντός της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου, δηλαδή μέχρι το φθινόπωρο, μέχρι στιγμής δεν είχε καμία απολύτως επαφή επ΄ αυτού με την ηγεσία της ΟΕΚ Γερμανίας, που είναι η μεγαλύτερη ομοσπονδία της Ευρώπης.

Χωρίς καμία απολύτως διαβούλευση με τους μεταναστευτικούς φορείς και τις οργανώσεις προωθείται και ένα νέο νομοσχέδιο για τη λειτουργία του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού. Η απουσία διαλόγου όμως φαίνεται να προδικάζει σε αποτυχία και αυτή την προσπάθεια. «[…] Το νέο ΣΑΕ», σχολιάζει ο Κώστας Τάτσης, «με την όποια μορφή συσταθεί, χωρίς να έχει γίνει διάλογος, χωρίς να συζητήσει η πολιτεία με τον Απόδημο, θα είναι καταδικασμένο στη συνείδηση του κόσμου και επομένως δεν θα μπορεί να υλοποιήσει την όποια αποστολή επιδιώκει να του προσδώσει η κυβέρνηση». Με την ανάγνωση αυτή συμφωνεί και ο Κώστας Δημητρίου, ο οποίος έχει διατελέσει ταμίας του ΣΑΕ. «[…] Κάτι που δεν ξεκινάει από τις ίδιες τις οργανώσεις, αλλά επιβάλλεται από πάνω με νόμο και όταν μάλιστα επωμίζονται το οικονομικό κόστος οι οργανώσεις και τα μέλη τους, είναι εκ των πραγμάτων δύσκολο να εφαρμοστεί. Εδώ πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσουμε τι θέλουμε να είναι ακριβώς το ΣΑΕ και μετά να προχωρήσουμε».

Τόσο στο θέμα του -επίσης συνταγματικά κατοχυρωμένου- ΣΑΕ όσο και στο ζήτημα της ψήφου των αποδήμων, οι λύσεις μπορούν να είναι βιώσιμες μόνον εάν υπάρξει υπερκομματική συναίνεση. Αυτό όμως προϋποθέτει τη χάραξη μιας εθνικής στρατηγικής, μιας μακροπρόθεσμης πολιτικής που θα αξιοποιεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το -σήμερα αναξιοποίητο- κεφάλαιο του Απόδημου Ελληνισμού. Στο πλαίσιο αυτό θα μπορούσε να εξεταστεί ενδεχομένως και η θεσμοθέτηση θέσης ενός μονίμου υφυπουργού/ γενικού γραμματέα για θέματα αποδήμων, ώστε να διασφαλίζεται η συνέχεια της πολιτικής, ανεξαρτήτως κυβέρνησης.

Κώστας Συμεωνίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.