Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

Handelsblatt: Συνέντευξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννη Στουρνάρα

Συνέντευξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, δημοσιεύει στο σημερινό της φύλλο η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt με τίτλο «Γιάννης Στουρνάρας: ‘Δεν πρέπει να επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος’» και υπότιτλο «Ο Διοικητής της ΤτΕ για τον κίνδυνο παλινωδιών για τη χώρα του, τη νομισματική πολιτική της Ευρωζώνης και τις επιθυμίες του προς τον διάδοχο του Μάριο Ντράγκι στην προεδρία της
ΕΚΤ».
Παραθέτουμε πλήρη μετάφραση της συνέντευξης:
//
Ερ.: Κύριε Διοικητά, ο Μάριο Ντράγκι, ο Πρόεδρος της ΕΚΤ, μόλις άφησε ανοιχτή την προοπτική περαιτέρω χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής. Είναι πράγματι αναγκαίο κάτι τέτοιο;
Απ.: Ο Μα΄ριο Ντράγκι πράγματι επανέλαβε στη Sintra όσα είπε ήδη στην πρόσφατη συνεδρίαση του Συμβουλίου της ΕΚΤ στο Vilnius. Αυτή τη φορά απλώς οι αγορές αντέδρασαν πιο έντονα στην ομιλία του στη Sintra.

Ερ.: Έχει αλήθεια η ΕΚΤ αρκετά εργαλεία ακόμα και επαρκή περιθώρια για να μπορέσει να επέμβει αποτελεσματικά σε μια οικονομική κρίση;
Απ.: Η ΕΚΤ διαθέτει σαφώς περιατέρω εργαλεία και περιθώρια για να αντιδράσει στον κίνδυνο μιας οικονομικής ύφεσης. Ωστόσο θα ήταν ευχής έργο, αν σε μια τέτοια περίπτωση τα κράτη-μέλη που διαθέτουν δημοσιονομικά περιθώρια επιστράτευαν τη δημοσιονομική τους πολιτική και για τη σταθεροποίηση της Ευρωζώνης.

Ερ.: Φοβάστε μια περίοδο ύφεσης στην Ευρωζώνη;
Απ.: Στο βασικό μας σενάριο θεωρούμε δεδομένο ότι το 2019 η Ευρωζώνη θα παρουσιάσει ανάπτυξη 1,2% και το 2020 και 2021 1,4% αντιστοίχως. Αυτό σημαίνει ότι στο βασικό μας σενάριο δεν θεωρούμε δεδομένη την ύφεση. Ωστόσο, υπερτερούν οι κίνδυνοι επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης των πιθανοτήτων βελτίωσής της.

Ερ.: Σύντομα θα δούμε ένα νέο Πρόεδρο επικεφαλής της ΕΚΤ. Περιμένετε από τον διάδοχο του Μάριο Ντράγκι να κάνει τα πάντα, δηλαδή „whatever it takes“, για να διατηρήσει τη συνοχή της Ευρωζώνης;
Απ.: Το „Whatever it takes“ του Ντράγκι είναι μια πολύ θετική κληρονομιά για τον διάδοχό του.Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης, παρά τα μεγάλα βήματα προόδου των τελευταίων ετών, δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Γι’ αυτό η ΕΚΤ και ο πρόεδρός της πρέπει να κάνουν όλα όσα είναι απαραίτητα, αν ξεσπάσει μια νέα κρίση. Δεν περιμένω τέτοια κρίση, αλλά πρέπει να επαγρυπνούμε και να είμαστε καλά προετοιμασμένοι.

Ερ.: Θα βλέπατε ευχαρίστως ως επόμενο Πρόεδρο της ΕΚΤ τον Πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας Jens Weidmann;
Απ.: Ο Γενς Βάιντμαν είναι ένας προσοντούχος και έμπειρος κεντρικός τραπεζίτης και συνάδελφος. Αν εκλεγεί, θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να ακολουθήσει το πνεύμα των πρόσφατων αποφάσεων του Συμβουλίου της ΕΚΤ και σε κάθε περίπτωση «να κάνει ό,τι είναι αναγκαίο», αν υπάρξει τέτοια ανάγκη. Επ’ ευκαιρία θα ήθελα να δώσω την ίδια συμβουλή και σε όποιον εκλεγεί σ’ αυτήν τη σημαντική θέση.

Ερ.: Ας μιλήσουμε για την Ελλάδα. Η χώρα έφυγε το 2018 από την ασπίδα προστασίας της Ευρωζώνης. Πώς είναι η κατάσταση τώρα;
Απ.: Στα τέλη του 2018, για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, το δημοσιονομικό υπόλοιπο ήταν πλεονασματικό σε ποσοστό 1,1% επί του ΑΕΠ. Μάλιστα σημειώθηκε πρωτογενές πλεόνασμα 4,3% επί του ΑΕΠ, σαφώς μεγαλύτερο από το επιβληθέν 3,5%. Έτσι, για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά, ξεπεράσαμε τους στόχους. Πρόκειται για διόρθωση άνευ προηγουμένου μετά το 2009, όταν το δημοσιονομικό έλλειμμα ξεπερνούσε το 15,1% του ΑΕΠ και το πρωτογενές έλλειμμα το 10%. Αυτή η επιτυχία είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτη, δεδομένου ότι επιτεύχθηκε εν μέσω βαθιάς και μακράς ύφεσης.

Ερ.: Τα ελλείμματα λοιπόν είναι υπό έλεγχο. Και πώς πάνε οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις;
Απ.: Στο πλαίσιο των τριών προγραμμάτων προσαρμογής, η Ελλάδα από το Μα΄ρτιο του 2010 εφάρμοσε βαθιές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, μεταξύ των αυτών κι ένα ευρύ πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων. Είναι μια διαδικασία διαρκείας, που συνεχίζει να επιτηρείται με ακρίβεια από τους θεσμούς των πιστωτών. Πρόκειται για επιτυχίες που σημειώθηκαν με σκληρή δουλειά και είχαν πολύ μεγάλο οικονομικό, χρηματοπιστωτικό και κοινωνικό κόστος. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις πρέπει οπωσδήποτε να διασφαλιστούν και να εμβαθυνθούν. Αυτό είναι το κλειδί της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και της βιώσιμης πρόσβασης στις αγορές.

Ερ.: Φοβάστε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να ξαναπέσει στις υπερβάσεις δαπανών;
Απ.: Η Ελλάδα δεν μπορεί να αντέξει την επιστροφή στις αφόρητες δημοσιονομικές πρακτικές του παρελθόντος. Δεν πρέπει να επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος. Κατορθώσαμε τη δημοσιονομική προσαρμογή. Για να πάρουμε αυτό μάθημα πληρώσαμε τόσο μεγάλο τίμημα, που δεν μπορούμε να το ξεχάσουμε.

Ερ.: Άρα όλα είναι καλά;
Απ.: Όχι. Εκείνο που προκαλεί ανησυχία είναι η σύνθεση των δημοσίων δαπανών και το δημοσιονομικό μείγμα γενικά. Η υπερπραγμάτωση των δημοσιονομικών στόχων κατά τα προηγούμενα χρόνια επετεύχθησαν κυρίως μέσω της περικοπής δημοσίων επενδύσεων και υψηλής φορολογίας. Αυτά φρέναραν την ανάπτυξη.

Ερ.: Πρόσφατα προειδοποιήσατε ότι οι φετινοί δημοσιονομικοί στόχοι πιθανόν να μην επιτευχθούν. Τι φοβάστε;
Απ.: Το Μάιο η κυβέρνηση αποφάσισε για το 2019 υψηλότερες κοινωνικές δαπάνες και μειώσεις φόρων. Τα μέτρα αποτελούν το 0,7% του ΑΕΠ. Περιμένουμε να οδηγήσει σε μείθωση του πρωτογενούς πλεονάσματος από το προγραμματισμένο 3,5% στο 2,9%. Γι’ αυτό δεν βλέπω οικονομικά περιθώρια για το φορολογικό πακέτο που αποφασίστηκε. Τη στιγμή μάλιστα που έχουν επιδεινωθεί οι μακροοικονομικές προοπτικές για το 2019 έναντι αυτών που έχουν περιληφθεί στον προϋπολογισμό.

Ερ.: Μέχρι το 2022 η Ελλάδα πρέπει να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ. Εσείς επικρίνετε αυτή την επιταγή. Γιατί;
Απ.: Για δύο λόγους. Ο πρώτος αφορά τον τρόπο που επετεύχθησαν τα πρωτογενή πλεονάσματα, δηλαδή με ένα δημοσιονομικό μείγμα, που βασιζόταν κατά πολύ σε επαχθείς φόρους. Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές και μια μικρή φορολογική βάση εξήντλησαν εξίσου τη φοροδοτική ικανότητα των ιδιωτικών νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Αυτό θέτει υπό αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Ερ.: Και ο δεύτερος λόγος;
Απ.: …αφορά τις δημόσιες επενδύσεις. Εδώ η κυβέρνηση τα προηγούμενα χρόναι έκανε συνεχώς περικοπές, για να πετυχαίνει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, στερώντας έτσι την οικονομία για μεγάλο χρονικό διάστημα από επειγόντως αναγκαίες δημόσιες επενδύσεις. Πρέπει επειγόντως να κλείσουμε αυτό το επενδυτικό κενό. 

Ερ.: Δεν είναι όμως τα υψηλά, πρωτογενή πλεονάσματα σημαντικά για την απομείωση του δημοσίου χρέους;
Απ.: Στο πλαίσιο του υφιστάμενου περιβάλλοντος των χαμηλών επιτοκίων, υπάρχει ένας άλλος δρόμος. Το ποσοστό του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ της χώρας βρίσκεται στην Ελλάδα στο 1,8%. Για το λόγο αυτό, είναι αποτελεσματικότερη μία περιστολή του ποσοστού του δημοσίου χρέους μέσω μίας τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας κατά 1,8%, από ό, τι μέσω των πρωτογενών ισοζυγίων.

Ερ.: Στις 7 Ιουλίου θα εκλεγεί στην Ελλάδα το νέο κοινοβούλιο. Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις για την νέα κυβέρνηση;
Απ.: Θα πρέπει κατά κύριο λόγο να προσελκύσει ξένες, άμεσες επενδύσεις και να αλλάξει το παρόν μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής, ευνοώντας τη χαμηλότερη φορολογία. Κατά τη γνώμη μου, οι συμφωνηθέντες δημοσιονομικοί στόχοι είναι υπερβολικά υψηλοί. Θα έπρεπε να μειωθούν, σε συμφωνία με τους θεσμούς των διεθνών πιστωτών, προκειμένου να υπάρξει η δυνατότητα ταχύτερης οικονομικής ανάπτυξης.

Ερ.: Οι ελληνικοί, ομολογιακοί τίτλοι εξακολουθούν να βρίσκονται στην κατηγορία ‘σκουπίδια’. Πότε θα μπορέσει κατά την άποψή σας η χώρα να ανακάμψει στην κατηγορία των αξιόπιστων, επενδυτικά, δανειοληπτών;
Απ.: Αυτό είναι δύσκολο να προβλεφθεί. Οι αποφάσεις των διεθνών οίκων αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας δεν εξαρτώνται μόνον από τα θεμελιώδη οικονομικά στοιχεία μίας χώρας, αλλά και από την εξέλιξη των πραγμάτων σε διεθνές οικονομικό επίπεδο και σε επίπεδο αγορών. Οι βασικές παράμετροι της ελληνικής οικονομίας έχουν βελτιωθεί σημαντικά κατά τα τελευταία χρόνια. Και η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους έχει αυξηθεί σημαντικά μετά τα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους τον Ιούνιο του 2018. Οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων είναι εδώ και αρκετό καιρό σε διαδικασία υποχώρησης, η οποία έχει επιταχυνθεί το τελευταίο διάστημα. Η διαφορά της απόδοσης μεταξύ των ελληνικών και των γερμανικών ομολόγων, ενώ βρισκόταν πάνω από 400 μονάδες βάσης πριν ενάμιση χρόνο, τώρα έχει υποχωρήσει σε κάτω από 300. Όλες αυτές οι εξελίξεις είναι θετικές για την αξιολόγηση της χώρας από τους οίκους.
Ερ.: Οι ελληνικές τράπεζες υποφέρουν, πιεζόμενες από έναν όγκο μη εξυπηρετούμενων απαιτήσεων. Είστε ικανοποιημένος με τα έως τώρα βήματα για την απομείωσή τους;
Απ.: Οι τράπεζες, στα προηγούμενα δυόμιση χρόνια, μείωσαν τον όγκο των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεών τους, κατά 25%. Αυτό ήταν όντως ένα σημαντικό βήμα. Το ποσοστό (σ.σ.: επί του συνόλου των χορηγήσεων) όμως εξακολουθεί να βρίσκεται στο 40%. Σε ό, τι αφορά τις ευρωπαϊκές τράπεζες, κατά ΜΟ το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόνον 3,3%. Τώρα το ζήτημα είναι η επιλογή μίας συστημικής προσέγγισης υπολογισμού, που θα λειτουργήσει συμπληρωματικά προς τις μεμονωμένες προσπάθειες κάθε τράπεζας για ταχεία βελτίωση της ποιότητας των περιουσιακών της στοιχείων.

Ερ.: Ποια θα μπορούσε να είναι η μορφή μίας τέτοιας προσέγγισης;
Απ.: Εμείς, ως κεντρική τράπεζα, παρουσιάσαμε επ’ αυτού μία συγκεκριμένη πρόταση το Νοέμβριο του 2018, η οποία αποσκοπεί σε μία σαφή μείωση των μη εξυπηρετούμενων απαιτήσεων. Περιλαμβάνει έναν μετασχηματισμό των υφιστάμενων λανθανουσών λογιστικών εγγραφών που αφορούν σε φόρους, οι οποίες τώρα δεν συνυπολογίζονται ακόμη στα ίδια κεφάλαια των τραπεζών (σ.σ.: αφορά στην αποτύπωση του ποσού της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης στον ισολογισμό της τράπεζας). Η εφαρμογή αυτού του σχεδίου θα βελτιώσει ριζικά τη διάρθρωση των ισολογισμών, καθώς και την ρευστότητα των τραπεζών. Είναι καιρός πλέον να επιταχύνουμε τις προσπάθειές μας, προκειμένου να φτάσουμε τον ευρωπαϊκό ΜΟ εντός εύθετου χρονικού διαστήματος. Πιστεύουμε ότι η κυβέρνηση, εντός των επόμενων μηνών, θα πρέπει να έχει ετοιμάσει τα κατάλληλα εργαλεία για μία συγκροτημένη και ταχεία απαλλαγή από αυτά τα βάρη.

Ερ.: Δεν είναι πάρα πολλές οι τέσσερις τράπεζες για την Ελλάδα; Θα δούμε συγχωνεύσεις;
Απ.: Δεν θεωρώ υπερβολικό το αν υπάρχουν τέσσερις μεγάλες τράπεζες σε μία αγορά, η οποία αναπτύσσεται και αργά ή γρήγορα εκτιμάται ότι θα απαλλαγεί από τα υφιστάμενα προβλήματα, που αποτυπώνονται επί του παρόντος στους ισολογισμούς. Θεωρώ μάλλον απίθανο το γεγονός οι συγχωνεύσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν μία εύλογη εναλλακτική για μία περαιτέρω βελτίωση της διάρθρωσης των εξόδων ή των εν εξελίξει προσπαθειών για την μείωση των μη εξυπηρετούμενων απαιτήσεων.

Ερ.: Ανησυχείτε για τα αργόσυρτα βήματα προόδου σε ό, τι αφορά την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και του ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης καταθέσεων;
Απ.: Ναι, διότι η τραπεζική ένωση αποτελεί ένα βήμα αποφασιστικής σημασίας προς την ολοκλήρωση της αρχιτεκτονικής της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης. Και ένα ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλισης των καταθέσεων είναι επίσης ένα σημαντικό συστατικό στοιχείο της τραπεζικής ένωσης, το οποίο μέχρι τώρα απουσιάζει. Ένα σύστημα τέτοιου είδους μπορεί να βελτιώσει τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος στην Ευρωζώνη. Θα αποτελούσε ένα μέτρο προς την κατανομή των κινδύνων…

Ερ.: …επί του οποίου στη Γερμανία υφίστανται επιφυλάξεις!
Απ.: Το γνωρίζω. Το θέμα όμως αφορά τον μετριασμό των κινδύνων. Η ταυτόχρονη προώθηση μέτρων προς την κατανομή και το μετριασμό των κινδύνων θα καταστήσει το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα συνολικά πιο ανθεκτικό. Πρόκειται για μία κατάσταση επωφελή για όλους (‘win – win’).

Κε Στουρνάρα, σας ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη.//


Γραφείο τύπου και επικοινωνίας της Ελληνικής Πρεσβείας στο Βερολίνο 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.