Frankfurter Allgemeine Zeitung:
«Μέχρι πρόσφατα, μια ένοπλη σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας φαινόταν πιθανή. Το Βερολίνο βρέθηκε ανάμεσα στις δύο πλευρές»
H ανταπόκριση του Michael Martens από την Βιέννη αναφέρει, μεταξύ άλλων:
Μετά από διάλειμμα σχεδόν πέντε ετών, η Ελλάδα και η Τουρκία ξεκινούν και πάλι σήμερα στην Κωνσταντινούπολη τις άμεσες συνομιλίες σχετικά με τις διαφορές τους στη Μεσόγειο. Οι συνομιλίες διακόπηκαν τον Μάρτιο του 2016 μετά από 60 γύρους. Ακόμα κι αν κανείς δεν αναμένει σημαντική πρόοδο κατά τον 61ο γύρο, θεωρείται πρόοδος και μόνον το γεγονός ότι η Αθήνα και η Άγκυρα συνομιλούν και πάλι μετά από σχεδόν μισή δεκαετία διακοπής.
Οι συνομιλίες ξεκίνησαν το 2002 από τους τότε Υπουργούς Εξωτερικών Ismail Cem και Γιώργο Παπανδρέου, οι οποίοι πραγματικά κατάφεραν να προκαλέσουν μια φάση αποκλιμάκωσης. Αυτό όμως αποτελεί μακρινό παρελθόν. Κατά τον περασμένο χρόνο, η συνεχιζόμενη σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών του ΝΑΤΟ σχετικά με τα χωρικά ύδατα και τους ενεργειακούς πόρους στην Ανατολική Μεσόγειο επιδεινώθηκε με την αποστολή πολεμικών πλοίων, με αποτέλεσμα μια ένοπλη σύγκρουση να μην φαίνεται πλέον αδύνατη. Αλλά και η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, η οποία ενήργησε ως μεσολαβητής, και όχι μόνο κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ το δεύτερο εξάμηνο του 2020, φάνηκε να αποτυγχάνει.
Στην Ελλάδα το Βερολίνο, λόγω του διαμεσολαβητικού του ρόλου, έχει γίνει τόσο μη δημοφιλές όσο ήταν περίπου κατά το αποκορύφωμα της οικονομικής κρίσης πριν από μια δεκαετία. Κατά την άποψη της Αθήνας, οι Γερμανοί απέτυχαν ως «έντιμοι μεσίτες» και δεν επέδειξαν την αλληλεγγύη προς την Ελλάδα που είναι απαραίτητη μεταξύ κρατών της ΕΕ. «Η Merkel γονάτισε μπροστά στον Erdogan», ήταν ένας από τους τίτλους. Η ελληνική κυβέρνηση είχε ζητήσει, μεταξύ άλλων, από τη Γερμανία να μην παραδώσει έξι υποβρύχια που είχαν παραγγελθεί από την Τουρκία, καθώς αυτά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν κατά της Ελλάδας και της Κύπρου και να μετατοπίσουν την ισορροπία δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο υπέρ της Άγκυρας. Από την Άγκυρα λέγεται ανεπισήμως ότι τα υποβρύχια είναι σημαντικά, ούτως ώστε η Τουρκία να είναι σε θέση να εκπληρώσει την αποστολή της ως μέλους του ΝΑΤΟ σε σχέση με την ανάσχεση της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα. Το Πολεμικό Ναυτικό Τουρκίας και Ελλάδας χρησιμοποιεί εδώ και δεκαετίες γερμανικά υποβρύχια.
Ωστόσο, το ζήτημα δεν είναι μόνον οι εξοπλιστικές συμφωνίες. Στην Αθήνα είναι διαδεδομένη η εντύπωση ότι η ελληνική αξίωση για αυστηροποίηση της πολιτικής της ΕΕ έναντι της Τουρκίας απέτυχε κυρίως λόγω της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης. Ενώ ο Γάλλος Πρόεδρος Emmanuel Macron ήταν σαφής έναντι της Άγκυρας, η Καγκελάριος προτίμησε να ακολουθήσει χλιαρή στάση. Τον Δεκέμβριο, ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας επέκρινε σαφώς το Βερολίνο σε σχέση με αυτό. Σε συνομιλία του με Το Βήμα, δήλωσε ότι η Ελλάδα ήλπιζε σε περισσότερη υποστήριξη από την ΕΕ, αλλά δεδομένης της Γερμανικής Προεδρίας του Συμβουλίου και της προσέγγισής της, κανείς δεν θα μπορούσε ρεαλιστικά να περιμένει περισσότερα.
Το Βερολίνο δεν είναι σε καμία περίπτωση απομονωμένο στην ΕΕ. Τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, για παράδειγμα, δεν θέλουν να αποξενώσουν την Τουρκία ως σύμμαχο έναντι της Μόσχας. Μια άλλη περίπτωση είναι η Ισπανία. Η Τουρκία διατηρεί σημαντικό μέρος του εξωτερικού της χρέους στις ισπανικές τράπεζες, γι’ αυτό και η Μαδρίτη δεν έχει συμφέρον να επιδεινώσει την οικονομική κρίση στην Τουρκία με κυρώσεις που ενδεχομένως να την οδηγήσουν σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών. Όμως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες η ιδέα της κατάρρευσης της τουρκικής Οικονομίας αποτελεί σενάριο τρόμου, κυρίως σε σχέση με το Προσφυγικό και το Μεταναστευτικό.
Στο Βερολίνο επισημαίνεται επίσης ότι η Γερμανική Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ από τον Ιούνιο έως τον Δεκέμβριο του 2020 δεν κύλησε καθόλου προς το συμφέρον της Τουρκίας. Η Τουρκία εξακολουθεί να ελπίζει μάταια στην επέκταση της Τελωνειακής Ένωσης με την ΕΕ. Κατά τα λοιπά το Βερολίνο, παρά την αποστροφή του για την στρατιωτικοποίηση της τουρκικής Εξωτερικής Πολιτικής, θεωρεί πως οι ελληνικές θέσεις στη διαμάχη με την Τουρκία είναι προφανώς μαξιμαλιστικές.
Παρ’ όλα αυτά, η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει την εκστρατεία για αυστηρότερη πορεία. Ο Γεώργιος Κουμουτσάκος, στέλεχος εδώ και χρόνια της Νέας Δημοκρατίας και μέχρι πρόσφατα υπεύθυνος ως Υπουργός για τη Μεταναστευτική Πολιτική και την πολιτική Ασύλου, το έθεσε πρόσφατα στη βάση ότι η πολιτική της Δύσης απέναντι στην Τουρκία θα πρέπει να είναι ένα «τρίπτυχο ανάσχεση, διάλογος και εταιρική σχέση», με αυτή τη σειρά των λέξεων.
Δεν περνά απαρατήρητο το γεγονός ότι η Τουρκία, τουλάχιστον ρητορικά, εμφανίζεται πιο συμφιλιωτική εδώ και κάποιο καιρό. Πέρυσι, ο Tayyip Erdogan αρνείτο και να καθίσει ακόμη στο ίδιο τραπέζι με τον Έλληνα Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Σε κάθε περίπτωση, έτσι το έθεσε χωρίς να διαψευστεί ο Πρωθυπουργός της Βουλγαρίας Bojko Borissow, ο οποίος διατηρεί μια μη συγκρουσιακή σχέση με τον Erdogan και κατά τη διάρκεια συνομιλιών του στην Άγκυρα πρότεινε να μεσολαβήσει μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Στο μεταξύ, ο τόνος έχει αλλάξει. Ο Erdogan προσκάλεσε πρόσφατα μάλιστα τον Μητσοτάκη σε συνομιλίες πρόσωπο με πρόσωπο στην Άγκυρα, τις οποίες ο Έλληνας Πρωθυπουργός δεν αρνήθηκε ρητά, αλλά τις χαρακτήρισε πρόωρες. Και ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Mevlüt Cavusoglu δήλωσε επίσης σε αρκετές περιπτώσεις την προθυμία του να συνομιλήσει.
Το γεγονός ότι η τουρκική Εξωτερική Πολιτική εμφανίζεται σήμερα ασυνήθιστα ήπια οφείλεται στον φόβο ότι μετά την αλλαγή εξουσίας στην Ουάσινγκτον θα μπορούσε να υπάρξει μια κοινή γραμμή μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της ΕΕ έναντι της Τουρκίας. Ενώ ο Erdogan μπορούσε να βασιστεί στην αδυναμία του Donald Trump έναντι των αυταρχικών ηγετών και στην απροθυμία του να συνεργαστεί με την ΕΕ, αυτό δεν ισχύει πλέον με τον Joe Biden, ο οποίος είναι έμπειρος στην Εξωτερική Πολιτική. Πριν από τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες στα μέσα Φεβρουαρίου, είναι σημαντικό να αποφευχθεί σε κάθε περίπτωση η εντύπωση ότι η Τουρκία δεν είναι πρόθυμη να συνομιλήσει.
Επιπλέον, δεν μπορούν να αγνοηθούν οι τουρκικές προσπάθειες να καταστεί περισσότερο διμερής η διαμάχη με την Αθήνα, δηλαδή να αποκοπεί η Ελλάδα από το ευρωπαϊκό πλαίσιο. Σε συνάντηση μεταξύ του Cavusoglu και των Πρέσβεων της ΕΕ στην Άγκυρα φέρεται ο Τούρκος Υπουργός να παραπονέθηκε ότι η Ελλάδα επιχειρεί να φέρει αντιμέτωπη την Τουρκία με άλλες χώρες της ΕΕ, μεταφέροντας τις διμερείς διαφορές στις Βρυξέλλες. Σε αυτό το πλαίσιο ο Cavusoglu προκάλεσε ήδη τον Δεκέμβριο τον Έλληνα ομόλογό του Δένδια. Ο Τούρκος έγραψε στο Twitter: «Αγαπητέ Νίκο, μια φιλική συμβουλή για την Πρωτοχρονιά: Σταματήστε να ζητάτε τη βοήθεια άλλων και να προσβάλλετε την αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού». Αμέσως μετά, ο Έλληνας έδωσε επίσης συμβουλές στον «αγαπητό του φίλο Mevlüt»: Η Τουρκία θα πρέπει να εγκαταλείψει τις πολεμικές απειλές εναντίον της Ελλάδας και να ξεκινήσει μια ουσιαστική αλλαγή πορείας. «Προσπαθήστε να γίνετε πιο Ευρωπαίοι. Λιγότερο νεο-Οθωμανοί. Αυτό θα ωφελήσει τον τουρκικό λαό. Αποφύγετε τις προκλήσεις και τις παράνομες πράξεις».
Όμως ο ελληνοτουρκικός διάλογος, ο οποίος θα διεξαχθεί σε υψηλό υπηρεσιακό επίπεδο, επιβαρύνεται όχι μόνο από την ανταλλαγή τέτοιων φιλοφρονήσεων, αλλά και από το γεγονός ότι οι δύο κυβερνήσεις δεν συμφωνούν καν για το ποια θέματα θα πρέπει να συζητηθούν και ποια όχι. Η Ελλάδα επιμένει ότι θα πρέπει να συζητηθεί μόνον η οριοθέτηση των περιοχών κυριαρχίας. Η Τουρκία δεν αποδέχεται την αθηναϊκή ερμηνεία του Δικαίου της Θάλασσας, γιατί διαφορετικά το Αιγαίο θα καταστεί τρόπον τινά ελληνική κλειστή θάλασσα. Όπως έχει πει ο Erdogan, η Τουρκία απορρίπτει όλες τις προσπάθειες «να μας κρατήσουν κρατούμενους στις ακτές μας». Η ειρήνη στην ανατολική Μεσόγειο δεν μπορεί να είναι ποτέ το αποτέλεσμα μιας εξίσωσης, στην οποία δεν θα εμφανίζεται η Τουρκία.
Η Άγκυρα θέλει να επεκτείνει την ατζέντα των συνομιλιών και να συνομιλήσει για την αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου και για πολλά άλλα θέματα. Όλα τα αμφιλεγόμενα ζητήματα θα πρέπει να αποτελέσουν μέρος των συνομιλιών, δήλωσε ο Cavusoglu. Αυτό δεν τίθεται ως ζήτημα για την Αθήνα.
Οι ελληνικές προσπάθειες καθορισμού της ημερήσιας διάταξης των συνομιλιών και εξαρχής αποκλεισμού ορισμένων θεμάτων είναι μάλλον απίθανο να επικρατήσουν, μεταξύ άλλων και για το λόγο ότι οι χώρες βρίσκονται σε μια πολύπλευρη σχέση εξάρτησης μεταξύ τους. Έτσι, η Ελλάδα ανακοίνωσε μόλις πριν από δέκα ημέρες ότι σκοπεύει να επιστρέψει στην Τουρκία περίπου 1.500 μετανάστες από τη Λέσβο, τη Χίο, τη Σάμο και την Κω, των οποίων οι αιτήσεις ασύλου απορρίφθηκαν. Αυτό προβλέπεται στη Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας από τον Μάρτιο του 2016. Αλλά αυτή η Συμφωνία -η οποία δεν είχε σε καμία περίπτωση το καθεστώς δεσμευτικής συνθήκης βάσει του Διεθνούς Δικαίου- δεν εφαρμόζεται. Είναι αβέβαιο εάν μπορεί να αναβιώσει ή αν μπορεί να γίνει διαπραγμάτευση επί της διάδοχης συμφωνίας. Το μόνο που είναι σίγουρο είναι ότι τίποτα δεν μπορεί να συμβεί σε αυτό το ζήτημα χωρίς ή σε βάρος της Τουρκίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.