«Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν μία από τις μεγάλες προσωπικότητες του 20ου αιώνα -αντιφατικός και μαχητικός, στο τέλος της ζωής του αντισημίτης και εθνικιστής»
Ρεπορτάζ του τουρκικής καταγωγής δημοσιογράφου Deniz Yücel της εφημερίδας αναφέρει, μεταξύ άλλων:
Στις 10 Οκτωβρίου 1974, το στάδιο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» στα περίχωρα της Αθήνας έγινε το σκηνικό μίας αξέχαστης και χαρούμενης εκδήλωσης: Ο συνθέτης, μουσικός και συγγραφέας Μίκης Θεοδωράκης έδωσε την πρώτη του συναυλία στην πατρίδα μετά το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας. Στους τραγουδιστές που συμμετείχαν στην συναυλία συγκαταλέγονταν η Μαρία Φαραντούρη και ο Γιώργος Νταλάρας. Ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μια συναυλία. Ήταν ο εορτασμός της νίκης επί της μισητής χούντας, η οποία έλαβε μικρή υποστήριξη από τις χώρες της Δύσης και κατέρρευσε κυρίως λόγω της αντίστασης μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Και ο Μίκης Θεοδωράκης δεν ήταν ένας αντιπολιτευόμενος καλλιτέχνης. Ήταν η φωνή αυτού του αγώνα και ταυτόχρονα ένα είδος θεραπευτή της κοινωνίας.
Αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας τον Απρίλιο του 1967, οι πραξικοπηματίες υπό τον συνταγματάρχη Γεώργιο Παπαδόπουλο απαγόρευσαν την μουσική του. Όποιος είχε δίσκους Θεοδωράκη ή ακόμα και τραγουδούσε τα τραγούδια του κινδύνευε με φυλάκιση. Ο Θεοδωράκης κρύφτηκε, συνελήφθη, βασανίστηκε και φυλακίστηκε στο στρατόπεδο του Ωρωπού. Υπό την πίεση διεθνούς εκστρατείας αλληλεγγύης, που υποστηρίχθηκε από πολυάριθμους γνωστούς καλλιτέχνες, οι δικτάτορες αναγκάστηκαν να τον αφήσουν ελεύθερο τον Απρίλιο του 1970.
Ο Θεοδωράκης πήγε στο Παρίσι, όπου είχε σπουδάσει μουσική την δεκαετία του 1950 και εκεί ίδρυσε το Εθνικό Συμβούλιο Αντίστασης κατά του καθεστώτος των συνταγματαρχών. Κατόπιν ξεκίνησε μια παγκόσμια περιοδεία: 500 συναυλίες μέσα σε τέσσερα χρόνια. Στην Δύση, την Ανατολή, τον Νότο. Σε κάθε του εμφάνιση εξαπέλυε και μια κατηγορία εναντίον της δικτατορίας. Κάθε τραγούδι του ισοδυναμούσε με κήρυξη πολέμου.
Το ντοκιμαντέρ του WDR με τίτλο «Ο καιρός είναι υπέρ των τραγουδιών και κατά των τανκς», που είναι μερικώς διαθέσιμο σήμερα στο YouTube, αποτύπωσε την σημασία της πρώτης του συναυλίας μετά την επιστροφή του στην πατρίδα. «Στα επτάμισι χρόνια της δικτατορίας, τα τραγούδια του Θεοδωράκη ήταν ένα ουσιαστικό στοιχείο της προθυμίας μας να παλέψουμε», λέει στο ντοκιμαντέρ ένας από τους συμμετέχοντες στη συναυλία. Ένας άλλος προσθέτει: «Τα τραγούδια του Θεοδωράκη ήταν ένα ενοποιητικό στοιχείο όλων των αντιδικτατορικών δυνάμεων στην χώρα μας».
Οι στίχοι και η μουσική ενδεχομένως να ακούγονται ξεπερασμένα σήμερα. Αλλά από την κινηματογράφηση της συναυλίας προκύπτει σαφώς ότι οι καλλιτέχνες στην σκηνή και το κοινό τραγουδούν τις δικές τους εμπειρίες. Και γιορτάζουν την κοινή τους νίκη.
Αυτή η συναυλία σηματοδότησε το αποκορύφωμα της μουσικής και πολιτικής ζωής του Μίκη Θεοδωράκη, η οποία ξεκίνησε το 1925 στο νησί της Χίου. Ο πατέρας του Γιώργος ήταν αξιωματούχος του νέου εθνικού κράτους με καταγωγή από την Κρήτη. Η οικογένεια της μητέρας του Ασπασίας εκδιώχθηκε από το Τσεσμέ κοντά στη Σμύρνη μετά την ήττα των Ελλήνων στον πόλεμο εναντίον των Τούρκων.
Μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο νεαρός Θεοδωράκης πολέμησε στις τάξεις των ανταρτών ενάντια στον φασισμό. Εντάχθηκε στο παράνομο ΚΚΕ, συνελήφθη και βασανίστηκε. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών και των Ιταλών, πολέμησε εναντίον των βρετανικών στρατευμάτων και στη συνέχεια στον εμφύλιο κατά του στρατού του βασιλιά. Συνελήφθη ξανά, βασανίστηκε και τον έθαψαν μάλιστα ζωντανό. Το ότι επέζησε αυτά τα χρόνια αποτελεί περίπου θαύμα. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, εντάχθηκε στην αριστερή συμμαχία της ΕΔΑ και το 1963 ίδρυσε τη Νεολαία Λαμπράκη η οποία, υπό την προεδρία του, έγινε η πολιτική οργάνωση στη χώρα με τον μεγαλύτερο αριθμό μελών. Τον επόμενο χρόνο εξελέγη στο Κοινοβούλιο.
Η οργάνωση πήρε το όνομά της από τον Γρηγόρη Λαμπράκη, έναν πολιτικό της ΕΔΑ που δολοφονήθηκε από ακροδεξιούς που φέρονται να υποστηρίζονταν από δυνάμεις του Στρατού και της Αστυνομίας. Ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός κατέγραψε την υπόθεση στο μυθιστόρημά του «Ζ», το οποίο με τη σειρά του έγινε ταινία από τον Ελληνογάλλο σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά με τον Yves Montand στον πρωταγωνιστικό ρόλο -σήμερα η ταινία θεωρείται κλασικό πολιτικό θρίλερ. Ο Θεοδωράκης έγραψε την μουσική.
Στις δεκαετίες του 1960 και 1970 συνέθεσε την μουσική και για άλλες γνωστές ταινίες: Το «Serpico» του Sidney Lumet και φυσικά το «Αλέξης Ζορμπάς» του Μιχάλη Κακογιάννη, την κινηματογραφική εκδοχή του μυθιστορήματος του Νίκου Καζαντζάκη. Το συρτάκι που χορεύουν οι Anthony Quinn και Alan Bates σε μια ερημική παραλία της Κρήτης θεωρείται πλέον η επιτομή του ελληνικού Πολιτισμού.
Ωστόσο, θα ήταν λάθος να θεωρήσει κανείς τον Θεοδωράκη ως συνθέτη άλλοτε ζωηρών και άλλοτε μελαγχολικών μελωδιών μπουζουκιού. Συνδυάζει τις δύο δημοφιλείς ελληνικές μουσικές παραδόσεις, το Δημοτικό και το αστικό Ρεμπέτικο που αναπτύχθηκε από τους εκδιωχθέντες από την Τουρκία, εκσυγχρόνισε και πολιτικοποίησε την λαϊκή μουσική. Το ρεπερτόριό του περιλαμβάνει περισσότερα από χίλια τραγούδια.
Ταυτόχρονα, από τα νιάτα του λάτρευε τον Μπετόβεν και τον Μπαχ. «Είμαι Γερμανός συνθέτης που γεννήθηκε στο Αιγαίο», είπε κάποτε σε μια συνέντευξη -και συνέθεσε συμφωνίες και μουσική δωματίου, και αργότερα εκκλησιαστική μουσική. Ήταν ένας ευέλικτος καλλιτέχνης της σύνθεσης και των υβριδίων. Και όπως αισθανόταν Έλληνας πατριώτης και ασχολείτο με το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της χώρας του στο έργο του αντλώντας μοτίβα από την κλασική ελληνική αρχαιότητα, κατά τον ίδιο τρόπο θεωρούσε τον εαυτό του ως παγκόσμιο μουσικό. Δεν μελοποίησε ποιήματα μόνον του Γιάννη Ρίτσου, αλλά και του Χιλιανού ποιητή Pablo Neruda. Στη δεκαετία του 1980 έδωσε δίγλωσσες συναυλίες με τον Τούρκο μουσικό Zülfü Livaneli, στις οποίες προωθούσαν την ειρήνη μεταξύ των δύο χωρών.
Ένα από τα πιο διάσημα κομμάτια του είναι η μελοποίηση της «Καντάτας Μαουτχάουζεν» του Έλληνα ποιητή Ιάκωβου Καμπανέλλη, επιζώντος του ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν. Το 1994 το κομμάτι αυτό ακούστηκε στην τελετή για την υπογραφή της ειρηνευτικής συμφωνίας μεταξύ της ισραηλινής κυβέρνησης και της ηγεσίας της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης στο Όσλο - τιμή για τον Θεοδωράκη και εκτίμηση της δέσμευσής του για ειρήνη μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων.
Παρόλο που ο Θεοδωράκης αποχώρησε από το ΚΚΕ το 1974 και εξελέγη βουλευτής το 1989 συνεργαζόμενος με την συντηρητική Νέα Δημοκρατία -και μάλιστα για λίγο χρημάτισε «Υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου» υπό τον Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη-, παραμένει Είδωλο της Αριστεράς παγκοσμίως, αλλά κυρίως στην Ελλάδα, όπου πλέον τιμάται ως λαϊκός ήρωας πέρα από κομματικές γραμμές. Ωστόσο, ήταν ένα πρόσωπο που κατά την τελευταία φάση της ζωής του προκάλεσε επανειλημμένα ενόχληση.
Η δέσμευσή του για το Παλαιστινιακό τον κατέστησε ολοένα και περισσότερο ένα πρόσωπο που εκφραζόταν με μίσος για το Ισραήλ. Σε τηλεοπτική συνέντευξή του 2011, για παράδειγμα, χαρακτήρισε ο ίδιος τον εαυτό του ως «αντισημίτη και αντισιωνιστή» και ισχυρίστηκε ότι οι «Αμερικανοί Εβραίοι» ευθύνονται για την παγκόσμια οικονομική κρίση εκείνων των ετών, από την οποία επλήγη ιδιαίτερα η Ελλάδα. Και το 2018 διαμαρτυρήθηκε έντονα κατά της συμφιλίωσης μεταξύ Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας στο πλαίσιο διαδήλωσης που οργανώθηκε σε μεγάλο βαθμό από την ακροδεξιά.
Ακόμα και αν ο Θεοδωράκης ζήτησε συγγνώμη για τις χειρότερες παρεκτροπές του, για τις αντισημιτικές δηλώσεις καθώς και για εκείνες εναντίον των «Σκοπίων», αυτές οι συμπεριφορές εγείρουν ερωτηματικά -και δεν μπορούν να εξηγηθούν μόνον από την σύγχυση που επιφέρει το γήρας. Η συναυλία του 1974 είναι διδακτική και από αυτή την άποψη. «Η τέχνη προέρχεται από τον λαό», λέει ο Θεοδωράκης σε αυτήν. Ο λαός αγκαλιάζει την μουσική του και αποδεικνύει ότι «η μουσική πρέπει να απευθύνεται στο ευρύ κοινό, να προέρχεται από αυτό και να επιστρέφει σε αυτό».
Αν και ο Θεοδωράκης χρησιμοποιεί τον «λαό» ως πολιτικό όρο -για να τον ξεχωρίσει από τους καταπιεστές, τους υποστηρικτές και τους συνεργούς τους- είναι σαφές ότι στην προκειμένη περίπτωση έχει επέλθει κάποια μεταμόρφωση. Μια μεταμόρφωση που μπορεί εύκολα να οδηγήσει από το λαϊκό στο λαϊκιστικό. Ο μουσικός Θεοδωράκης δεν έκανε ποτέ αυτό το βήμα, το έκανε όμως η πολιτική προσωπικότητα Θεοδωράκης.
Εμφανίζεται ως εκπρόσωπος της ελληνικής Αριστεράς, η οποία κατά πλειοψηφία είναι αναμφισβήτητα πιο εθνικιστική από οποιαδήποτε άλλη στην Δυτική Ευρώπη -και ως εκπρόσωπος μιας διεθνούς Αριστεράς, για την οποία η σύγκρουση στην Μέση Ανατολή ήταν ό,τι απέμεινε μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και αντιμετωπίστηκε υπό το ίδιο πρίσμα όπως το πραξικόπημα στην Χιλή, ο πόλεμος του Βιετνάμ ή η μάχη κατά του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική.
Επιπλέον, ο Θεοδωράκης ήταν ένας από τους τελευταίους ζωντανούς εκπροσώπους μιας παγκόσμιας, ηρωικής Αριστεράς. Δηλαδή ανθρώπων που έβλεπαν τα γεγονότα από την ίδια οπτική γωνία, ένιωθαν ότι συνδέονταν μεταξύ τους και δεν ήρθαν ποτέ στην εξουσία οι ίδιοι. Και με βάση τις περιπτώσεις, στις οποίες τα πράγματα κύλησαν διαφορετικά, θα πρέπει κανείς να πει: «Ευτυχώς».
Πολέμησαν ενάντια στον φασισμό και τις δικτατορίες κάνοντας μεγάλες προσωπικές θυσίες και ως εκ τούτου πίστευαν λανθασμένα ότι απαλλάσσονται από κάθε κατηγορία. Η βεβαιότητα ότι ιστορικά βρίσκεται κανείς στην ηθικά σωστή πλευρά, όμως, μπορεί να οδηγήσει στην αλαζονεία ότι πάντοτε και εξ ορισμού έχει κανείς δίκιο. Οι φασίστες δεν θα μπορούσαν παρά να είναι οι άλλοι. Αυτός είναι ο λόγος που ο Θεοδωράκης μπόρεσε να κατηγορήσει για «αριστερόστροφο φασισμό» τον αριστερό Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα λόγω της αναγνώρισης της Βόρειας Μακεδονίας.
Η απάντηση του Τσίπρα, όμως, πήγαινε πέρα από την περίσταση: «Εκτιμούμε τον Μίκη Θεοδωράκη για το έργο του και την ιστορία του. Αλλά θα προτιμούσα να μην λάμβανε επανειλημμένα διαφορετικές πολιτικές θέσεις. Παρ’ όλα αυτά τον αγαπάμε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.