Άρθρο γνώμης της Rosa Burç, πολιτικής κοινωνιολόγου στο Center on Social Movement Studies στη Φλωρεντία
«Επιβάλλουμε κυρώσεις στο ρωσικό επιθετικό πόλεμο. Αλλά όταν η σύμμαχός μας στο ΝΑΤΟ Τουρκία βομβαρδίζει τους Κούρδους, κάνουμε ότι δεν βλέπουμε. Για τα δύο μέτρα και τα δύο σταθμά της Δύσης»
Στη σκιά του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη και drones πετούν ξανά πάνω από το Κουρδιστάν. Μετά από μέρες αεροπορικών και χερσαίων επιθέσεων, ο τουρκικός στρατός ξεκίνησε το βράδυ της περασμένης Δευτέρας μεγάλη επίθεση στο Νότιο και Δυτικό Κουρδιστάν. Εκφράστηκε αγανάκτηση από την παγκόσμια κοινότητα; Σε καμία περίπτωση. Οι επιθέσεις αποτελούν «μάχη κατά της τρομοκρατίας», λέγεται επισήμως. Σε ένα δελτίο τύπου, ο εκπρόσωπος του AKP Ömer Çelik επικαλέστηκε το Άρθρο 51 του Καταστατικού του ΟΗΕ, το οποίο ορίζει το «δικαίωμα στην αυτοάμυνα». Υποστήριξε μάλιστα ότι κινδυνεύει η εθνική και εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας.
Το γεγονός ότι δεν υπάρχουν αναφορές για πραγματικές επιθέσεις ή στρατιωτικές προκλήσεις κατά της Τουρκίας αποκρύπτεται. Στα ΜΜΕ το θέμα καλύπτεται περιστασιακά και εν συντομία, γίνεται λόγος για «επιχείρηση», για «θέσεις του PKK». Για άλλη μια φορά, γίνεται σιωπηρά αποδεκτό ότι η Τουρκία –μέλος του ΝΑΤΟ– επιτίθεται στους Κούρδους και με αυτόν τον τρόπο παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο.
Ενώ ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας καταδικάστηκε τάχιστα και επιβλήθηκαν κυρώσεις, η επιθετικότητα της Τουρκίας κατά των Κούρδων γίνεται ανεκτή εδώ και δεκαετίες από τους ίδιους «θεματοφύλακες των δυτικών αξιών». Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση συναντά τακτικά εκπροσώπους της τουρκικής κυβέρνησης και τονίζει τη σημασία της γερμανο-τουρκικής εταιρικής σχέσης. Η Τουρκία είναι ένας σημαντικός μεσολαβητής, επισημαίνεται, τώρα που η Ρωσία διεξάγει πόλεμο «εναντίον μας».
Κυρώσεις σε βάρος του εταίρου στη Συμμαχία δεν συζητιούνται, ούτε οι Κούρδοι μπορούν να ελπίζουν σε ασφαλείς οδούς διαφυγής και σε προστασία χωρίς ιδιαίτερες διατυπώσεις, όταν επιχειρούν να διαφύγουν από πολιορκημένες πόλεις ή τουρκικές βόμβες. Ενώ τα σύνορα για τους Ουκρανούς πρόσφυγες είναι -δικαίως- ανοιχτά, οι Κούρδοι που εγκαταλείπουν τα σπίτια τους είτε εγκλωβίζονται στα σύνορα της Λευκορωσίας και της Πολωνίας, είτε πνίγονται στη Μεσόγειο είτε δεν λαμβάνουν Άσυλο στη Γερμανία και απελαύνονται ξανά. Πρόκειται για δύο μέτρα και δύο σταθμά, και αυτό δύσκολα μπορεί να γίνει ανεκτό.
Τα ρωσικά εγκλήματα πολέμου στο πλαίσιο της παράνομης εισβολής στην Ουκρανία, οι σφαγές, οι ομαδικοί τάφοι και οι βομβαρδισμοί ολόκληρων πόλεων έχουν προκαλέσει ένα ηθικό σοκ που η Ευρώπη δεν έχει βιώσει σε πόλεμο εδώ και πολύ καιρό. Αλλά αντί να διεξάγουμε μια συζήτηση για το πόσο απαραίτητη είναι τώρα μια πολιτική που θα δίδει προτεραιότητα στα Ανθρώπινα Δικαιώματα αντί να κατευνάζει τα απολυταρχικά καθεστώτα, το πρώτο μέτρο που λαμβάνεται είναι η αναβάθμιση των εξοπλισμών. Το ότι η άνευ όρων στρατιωτικοποίηση ανακηρύσσεται σε ηθική υποχρέωση σίγουρα ευχαριστεί τους λομπίστες της πολεμικής βιομηχανίας σε όλο τον κόσμο. Κυρίως όμως ευχαριστεί τους πολεμοχαρείς ηγέτες, όπως είναι αυτοί που κυβερνούν στην Τουρκία, οι οποίοι στη συνέχεια εκμεταλλεύονται το κλίμα που έχει διαμορφωθεί για να διεξάγουν τους δικούς τους πολέμους. Υποστηριζόμενη από τακτικές παραδόσεις όπλων και νέας Τεχνολογίας από τη Γερμανία, η Τουρκία κάνει στο Κουρδιστάν αυτό που κάνει η Ρωσία στην Ουκρανία: Πολεμά εναντίον ενός ολόκληρου πληθυσμού συνεχώς και πέρα από διάφορα εθνικά σύνορα.
Όταν η ορολογία είναι «ρωσική εισβολή στην Ουκρανία» και «τουρκική παρουσία στη Συρία», όταν οι ίδιες βίαιες πρακτικές χαρακτηρίζονται «πόλεμος» στη μια περίπτωση και «στρατιωτική επιχείρηση» στην άλλη περίπτωση, όταν τα θύματα πολέμου αποκαλούνται Ουκρανοί, σε επιθέσεις όμως εναντίον Κούρδων γίνεται λόγος για «τρομοκράτες» και «θέσεις του PKK», τότε το μήνυμα που εκπέμπεται είναι ότι οι πόλεμοι που παραβιάζουν το Διεθνές Δίκαιο είναι νόμιμοι, εφόσον διεξάγονται από τους εταίρους στο ΝΑΤΟ.
Η τουρκική κυβέρνηση ήταν ανέκαθεν σε θέση να πετά ανενόχλητη drones και πολεμικά αεροσκάφη πάνω από τις κουρδικές περιοχές και να τις βομβαρδίζει, όπως συμβαίνει αυτή τη στιγμή στις περιοχές Metîna, Zap, Avaşîn και στη δυτική κουρδική πόλη Kobane. Αυτές οι επιθέσεις δεν πλήττουν –όπως λέγεται πάντα– θέσεις Κούρδων ανταρτών, αλλά και περιοχές εγκατάστασης αμάχων. Αυτό φαίνεται από τα πολυάριθμα παραδείγματα επιχειρήσεων της τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας τα τελευταία χρόνια κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου: Είτε τον Αύγουστο του 2011 στο Kortek στο Νότιο Κουρδιστάν, είτε τέσσερις μήνες αργότερα στο Roboskî στα σύνορα Τουρκίας-Ιράκ, είτε το 2015 στο Zergelê στο Νότιο Κουρδιστάν. Κάθε φορά, οι τουρκικές βόμβες δεν χτυπούσαν κατά λάθος πολίτες.
Η επιθετική Εξωτερική Πολιτική της Τουρκίας κατά των Κούρδων στις γειτονικές χώρες είτε έγινε ανεκτή είτε υποστηρίχθηκε άμεσα από τους δυτικούς συμμάχους κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Συρία. Όταν οι κουρδικές δυνάμεις νίκησαν το Ισλαμικό Κράτος, ο τουρκικός Στρατός -ο δεύτερος μεγαλύτερος Στρατός του ΝΑΤΟ- εξαπέλυσε μεγάλες επιθέσεις σε συνεργασία με στρατεύματα ισλαμιστών μισθοφόρων. Το 2018, η πολυπολιτισμική πόλη του Afrin, η οποία είχε σε μεγάλο βαθμό γλιτώσει από τον πόλεμο της Συρίας, έγινε σκηνικό ενός βάναυσου πολέμου με αεροπορικές και χερσαίες επιθέσεις, απαλλοτριώσεις, απελάσεις και κατοχή. Έκτοτε, η πόλη διοικείται ως αποικία από την Άγκυρα, κατά πλήρη παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου.
Εγκλήματα πολέμου όπως αυτά ή όπως η εκτέλεση του Κούρδου της Συρίας τοπικού πολιτικού Hevrîn Xelef σε έναν άλλο επιθετικό πόλεμο από την Τουρκία το 2019 θα έπρεπε στην καλύτερη περίπτωση να είχαν αποτραπεί, αλλά τουλάχιστον θα έπρεπε να είχαν καταδικαστεί και να είχαν επιβληθεί κυρώσεις. Ήταν σαφές από τη λεγόμενη Προσφυγική Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας ότι δεν πρόκειται για απλή παράλειψη από ευρωπαϊκής πλευράς, αλλά για σκόπιμη στάση που βασίζεται σε πολιτικούς υπολογισμούς. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η Τουρκία θα συνεχίσει να κρατά τους πρόσφυγες μακριά από την Ευρώπη, η κριτική στην τουρκική κυβέρνηση εκφράζεται σποραδικά –ή καθόλου- και πάντως πολύ προσεκτικά. Κυρίως όμως γίνονται σε τακτική βάση παραχωρήσεις. Αυτές κυμαίνονται από γενναιόδωρες παραδόσεις όπλων στην Τουρκία έως απαγορεύσεις κουρδικών ενώσεων στη Γερμανία και απελάσεις Κούρδων στην Τουρκία, όπου βρίσκονται συχνά αντιμέτωποι με μακροχρόνιες ποινές φυλάκισης.
Τώρα όμως που ο πόλεμος κατά της Ουκρανίας έθεσε ξανά το ζήτημα της Ηθικής και της υποχρέωσης, ήρθε η ώρα να χαρακτηριστούν και πάλι οι πόλεμοι ως τέτοιοι - ανεξάρτητα από το αν διεξάγονται από «εμάς και τους εταίρους μας» ή «τους άλλους». Μια «φεμινιστική Εξωτερική Πολιτική», στην οποία έχει δεσμευτεί η νέα Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, θα είχε προ πολλού καταδικάσει τις παράνομες επιθέσεις της Τουρκίας στους Κούρδους, θα είχε συζητήσει τις κυρώσεις, θα υποστήριζε την απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων από τις τουρκικές φυλακές και θα συνεργαζόταν με το δημοκρατικό κόμμα της τουρκικής αντιπολίτευσης HDP, θα συνήπτε κοινωνικο-πολιτικές συμμαχίες με το φεμινιστικό κίνημα στην Τουρκία και τη γυναικεία επανάσταση στο Κουρδιστάν, θα δημιουργούσε διπλωματικές σχέσεις με Κούρδους εκπροσώπους στην περιοχή, θα μεσολαβούσε υπέρ μιας πολιτικής λύσης στο λεγόμενο Κουρδικό Ζήτημα και θα σταματούσε την ποινικοποίηση των Κούρδων, των συλλόγων τους και των εκδοτικών τους οίκων στη Γερμανία.
Και, πάνω από όλα, θα διασφάλιζε σε όλους τους πρόσφυγες την ίδια προστασία που λαμβάνουν επί του παρόντος οι πρόσφυγες πολέμου από την Ουκρανία. Στο βαθμό που αυτό δεν συμβαίνει, η ηθική αξίωση της γερμανικής κυβέρνησης να αξιολογεί το ρωσικό πόλεμο κατά της Ουκρανίας χάνει κάθε αξιοπιστία.
Στη σκιά του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη και drones πετούν ξανά πάνω από το Κουρδιστάν. Μετά από μέρες αεροπορικών και χερσαίων επιθέσεων, ο τουρκικός στρατός ξεκίνησε το βράδυ της περασμένης Δευτέρας μεγάλη επίθεση στο Νότιο και Δυτικό Κουρδιστάν. Εκφράστηκε αγανάκτηση από την παγκόσμια κοινότητα; Σε καμία περίπτωση. Οι επιθέσεις αποτελούν «μάχη κατά της τρομοκρατίας», λέγεται επισήμως. Σε ένα δελτίο τύπου, ο εκπρόσωπος του AKP Ömer Çelik επικαλέστηκε το Άρθρο 51 του Καταστατικού του ΟΗΕ, το οποίο ορίζει το «δικαίωμα στην αυτοάμυνα». Υποστήριξε μάλιστα ότι κινδυνεύει η εθνική και εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας.
Το γεγονός ότι δεν υπάρχουν αναφορές για πραγματικές επιθέσεις ή στρατιωτικές προκλήσεις κατά της Τουρκίας αποκρύπτεται. Στα ΜΜΕ το θέμα καλύπτεται περιστασιακά και εν συντομία, γίνεται λόγος για «επιχείρηση», για «θέσεις του PKK». Για άλλη μια φορά, γίνεται σιωπηρά αποδεκτό ότι η Τουρκία –μέλος του ΝΑΤΟ– επιτίθεται στους Κούρδους και με αυτόν τον τρόπο παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο.
Ενώ ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας καταδικάστηκε τάχιστα και επιβλήθηκαν κυρώσεις, η επιθετικότητα της Τουρκίας κατά των Κούρδων γίνεται ανεκτή εδώ και δεκαετίες από τους ίδιους «θεματοφύλακες των δυτικών αξιών». Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση συναντά τακτικά εκπροσώπους της τουρκικής κυβέρνησης και τονίζει τη σημασία της γερμανο-τουρκικής εταιρικής σχέσης. Η Τουρκία είναι ένας σημαντικός μεσολαβητής, επισημαίνεται, τώρα που η Ρωσία διεξάγει πόλεμο «εναντίον μας».
Κυρώσεις σε βάρος του εταίρου στη Συμμαχία δεν συζητιούνται, ούτε οι Κούρδοι μπορούν να ελπίζουν σε ασφαλείς οδούς διαφυγής και σε προστασία χωρίς ιδιαίτερες διατυπώσεις, όταν επιχειρούν να διαφύγουν από πολιορκημένες πόλεις ή τουρκικές βόμβες. Ενώ τα σύνορα για τους Ουκρανούς πρόσφυγες είναι -δικαίως- ανοιχτά, οι Κούρδοι που εγκαταλείπουν τα σπίτια τους είτε εγκλωβίζονται στα σύνορα της Λευκορωσίας και της Πολωνίας, είτε πνίγονται στη Μεσόγειο είτε δεν λαμβάνουν Άσυλο στη Γερμανία και απελαύνονται ξανά. Πρόκειται για δύο μέτρα και δύο σταθμά, και αυτό δύσκολα μπορεί να γίνει ανεκτό.
Τα ρωσικά εγκλήματα πολέμου στο πλαίσιο της παράνομης εισβολής στην Ουκρανία, οι σφαγές, οι ομαδικοί τάφοι και οι βομβαρδισμοί ολόκληρων πόλεων έχουν προκαλέσει ένα ηθικό σοκ που η Ευρώπη δεν έχει βιώσει σε πόλεμο εδώ και πολύ καιρό. Αλλά αντί να διεξάγουμε μια συζήτηση για το πόσο απαραίτητη είναι τώρα μια πολιτική που θα δίδει προτεραιότητα στα Ανθρώπινα Δικαιώματα αντί να κατευνάζει τα απολυταρχικά καθεστώτα, το πρώτο μέτρο που λαμβάνεται είναι η αναβάθμιση των εξοπλισμών. Το ότι η άνευ όρων στρατιωτικοποίηση ανακηρύσσεται σε ηθική υποχρέωση σίγουρα ευχαριστεί τους λομπίστες της πολεμικής βιομηχανίας σε όλο τον κόσμο. Κυρίως όμως ευχαριστεί τους πολεμοχαρείς ηγέτες, όπως είναι αυτοί που κυβερνούν στην Τουρκία, οι οποίοι στη συνέχεια εκμεταλλεύονται το κλίμα που έχει διαμορφωθεί για να διεξάγουν τους δικούς τους πολέμους. Υποστηριζόμενη από τακτικές παραδόσεις όπλων και νέας Τεχνολογίας από τη Γερμανία, η Τουρκία κάνει στο Κουρδιστάν αυτό που κάνει η Ρωσία στην Ουκρανία: Πολεμά εναντίον ενός ολόκληρου πληθυσμού συνεχώς και πέρα από διάφορα εθνικά σύνορα.
Όταν η ορολογία είναι «ρωσική εισβολή στην Ουκρανία» και «τουρκική παρουσία στη Συρία», όταν οι ίδιες βίαιες πρακτικές χαρακτηρίζονται «πόλεμος» στη μια περίπτωση και «στρατιωτική επιχείρηση» στην άλλη περίπτωση, όταν τα θύματα πολέμου αποκαλούνται Ουκρανοί, σε επιθέσεις όμως εναντίον Κούρδων γίνεται λόγος για «τρομοκράτες» και «θέσεις του PKK», τότε το μήνυμα που εκπέμπεται είναι ότι οι πόλεμοι που παραβιάζουν το Διεθνές Δίκαιο είναι νόμιμοι, εφόσον διεξάγονται από τους εταίρους στο ΝΑΤΟ.
Η τουρκική κυβέρνηση ήταν ανέκαθεν σε θέση να πετά ανενόχλητη drones και πολεμικά αεροσκάφη πάνω από τις κουρδικές περιοχές και να τις βομβαρδίζει, όπως συμβαίνει αυτή τη στιγμή στις περιοχές Metîna, Zap, Avaşîn και στη δυτική κουρδική πόλη Kobane. Αυτές οι επιθέσεις δεν πλήττουν –όπως λέγεται πάντα– θέσεις Κούρδων ανταρτών, αλλά και περιοχές εγκατάστασης αμάχων. Αυτό φαίνεται από τα πολυάριθμα παραδείγματα επιχειρήσεων της τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας τα τελευταία χρόνια κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου: Είτε τον Αύγουστο του 2011 στο Kortek στο Νότιο Κουρδιστάν, είτε τέσσερις μήνες αργότερα στο Roboskî στα σύνορα Τουρκίας-Ιράκ, είτε το 2015 στο Zergelê στο Νότιο Κουρδιστάν. Κάθε φορά, οι τουρκικές βόμβες δεν χτυπούσαν κατά λάθος πολίτες.
Η επιθετική Εξωτερική Πολιτική της Τουρκίας κατά των Κούρδων στις γειτονικές χώρες είτε έγινε ανεκτή είτε υποστηρίχθηκε άμεσα από τους δυτικούς συμμάχους κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Συρία. Όταν οι κουρδικές δυνάμεις νίκησαν το Ισλαμικό Κράτος, ο τουρκικός Στρατός -ο δεύτερος μεγαλύτερος Στρατός του ΝΑΤΟ- εξαπέλυσε μεγάλες επιθέσεις σε συνεργασία με στρατεύματα ισλαμιστών μισθοφόρων. Το 2018, η πολυπολιτισμική πόλη του Afrin, η οποία είχε σε μεγάλο βαθμό γλιτώσει από τον πόλεμο της Συρίας, έγινε σκηνικό ενός βάναυσου πολέμου με αεροπορικές και χερσαίες επιθέσεις, απαλλοτριώσεις, απελάσεις και κατοχή. Έκτοτε, η πόλη διοικείται ως αποικία από την Άγκυρα, κατά πλήρη παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου.
Εγκλήματα πολέμου όπως αυτά ή όπως η εκτέλεση του Κούρδου της Συρίας τοπικού πολιτικού Hevrîn Xelef σε έναν άλλο επιθετικό πόλεμο από την Τουρκία το 2019 θα έπρεπε στην καλύτερη περίπτωση να είχαν αποτραπεί, αλλά τουλάχιστον θα έπρεπε να είχαν καταδικαστεί και να είχαν επιβληθεί κυρώσεις. Ήταν σαφές από τη λεγόμενη Προσφυγική Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας ότι δεν πρόκειται για απλή παράλειψη από ευρωπαϊκής πλευράς, αλλά για σκόπιμη στάση που βασίζεται σε πολιτικούς υπολογισμούς. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η Τουρκία θα συνεχίσει να κρατά τους πρόσφυγες μακριά από την Ευρώπη, η κριτική στην τουρκική κυβέρνηση εκφράζεται σποραδικά –ή καθόλου- και πάντως πολύ προσεκτικά. Κυρίως όμως γίνονται σε τακτική βάση παραχωρήσεις. Αυτές κυμαίνονται από γενναιόδωρες παραδόσεις όπλων στην Τουρκία έως απαγορεύσεις κουρδικών ενώσεων στη Γερμανία και απελάσεις Κούρδων στην Τουρκία, όπου βρίσκονται συχνά αντιμέτωποι με μακροχρόνιες ποινές φυλάκισης.
Τώρα όμως που ο πόλεμος κατά της Ουκρανίας έθεσε ξανά το ζήτημα της Ηθικής και της υποχρέωσης, ήρθε η ώρα να χαρακτηριστούν και πάλι οι πόλεμοι ως τέτοιοι - ανεξάρτητα από το αν διεξάγονται από «εμάς και τους εταίρους μας» ή «τους άλλους». Μια «φεμινιστική Εξωτερική Πολιτική», στην οποία έχει δεσμευτεί η νέα Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, θα είχε προ πολλού καταδικάσει τις παράνομες επιθέσεις της Τουρκίας στους Κούρδους, θα είχε συζητήσει τις κυρώσεις, θα υποστήριζε την απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων από τις τουρκικές φυλακές και θα συνεργαζόταν με το δημοκρατικό κόμμα της τουρκικής αντιπολίτευσης HDP, θα συνήπτε κοινωνικο-πολιτικές συμμαχίες με το φεμινιστικό κίνημα στην Τουρκία και τη γυναικεία επανάσταση στο Κουρδιστάν, θα δημιουργούσε διπλωματικές σχέσεις με Κούρδους εκπροσώπους στην περιοχή, θα μεσολαβούσε υπέρ μιας πολιτικής λύσης στο λεγόμενο Κουρδικό Ζήτημα και θα σταματούσε την ποινικοποίηση των Κούρδων, των συλλόγων τους και των εκδοτικών τους οίκων στη Γερμανία.
Και, πάνω από όλα, θα διασφάλιζε σε όλους τους πρόσφυγες την ίδια προστασία που λαμβάνουν επί του παρόντος οι πρόσφυγες πολέμου από την Ουκρανία. Στο βαθμό που αυτό δεν συμβαίνει, η ηθική αξίωση της γερμανικής κυβέρνησης να αξιολογεί το ρωσικό πόλεμο κατά της Ουκρανίας χάνει κάθε αξιοπιστία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.