«Η Ελβετία δεν θα ήταν ουδέτερη σήμερα χωρίς τον Ιωάννη Καποδίστρια. Ποιος ήταν ο Έλληνας διπλωμάτης που διαπραγματεύτηκε στο Συνέδριο της Βιέννης για λογαριασμό του Ρώσου Τσάρου;»
Το εκτενές ρεπορτάζ του υπεύθυνου για τις σελίδες της ελβετικής έκδοσης της ε/φ Matthias Daum αναφέρει, μεταξύ άλλων:
Η αποστολή του Τσάρου ήταν ξεκάθαρη: «Σώστε την Ελβετία από τη γαλλική τυραννία». Το έτος ήταν το 1813. Ο πόλεμος μαινόταν στην Ευρώπη για περισσότερα από 20 χρόνια. Ο Γάλλος αυτοκράτορας Ναπολέων Βοναπάρτης πραγματοποίησε με την Grande Armée πολλές εκστρατείες για να αποκτήσει την υπεροχή στην ήπειρο. Αλλά όταν έστειλε το στρατό του εναντίον της Ρωσίας, υπερεκτίμησε τις δυνάμεις του. Αν και κατέκτησε τη Μόσχα το καλοκαίρι του 1812, ο Ρώσος Τσάρος Αλέξανδρος Α’ δεν συμφώνησε στη διεξαγωγή ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων. Το ρίσκο του απέδωσε, το φθινόπωρο ο Ναπολέων αποσύρθηκε από τη Ρωσία, καθώς του έλειπαν προμήθειες και στρατιώτες. Ο στρατός του διαλύθηκε, εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους στις μάχες, από την πείνα και τις επιδημίες. Τον Οκτώβριο του 1813 η αυτοκρατορία του κατέρρευσε οριστικά. Μετά την ήττα στη Μάχη των Εθνών κοντά στη Λειψία, ο χάρτης της Ευρώπης επανασχεδιάστηκε.
Αυτές τις φθινοπωρινές μέρες του 1813 ο Ρώσος Τσάρος εμπιστεύτηκε σε έναν διπλωμάτη του τη διάσωση της Ελβετίας. Το όνομά του: Κόμης Ιωάννης Αντώνιος Καποδίστριας. Ο Καποδίστριας επεσήμανε ότι την Ελβετία την γνώριζε μόνο από βιβλία και ότι δεν μιλούσε καθόλου γερμανικά. Παρ’ όλα αυτά, ξεκίνησε το Νοέμβριο το ταξίδι του για τη Ζυρίχη.
Ο Καποδίστριας γεννήθηκε το 1776 στην Κέρκυρα, τότε ρωσικό προτεκτοράτο. Η οικογένειά του ήταν παλιά αρχοντική οικογένεια, μιλούσε ελληνικά και ιταλικά και σπούδασε Φιλοσοφία και Ιατρική στην Πάντοβα και τη Βενετία. Πίσω στο νησί του Ιονίου, εργάστηκε στο Δημόσιο και τράβηξε την προσοχή των ρωσικών Αρχών. Το 1809 κλήθηκε στην Αγία Πετρούπολη, όπου πρώτα χρειάστηκε να μελετήσει εντατικά για να μάθει να ομιλεί σωστά τα ρωσικά. Δύο χρόνια αργότερα μετατέθηκε στη Βιέννη και αμέσως μετά στην Ελβετία.
Εκείνη την εποχή, η Παλαιά Ελβετική Συνομοσπονδία κινδύνευε να καταρρεύσει και υπήρχε ο κίνδυνος εμφυλίου πολέμου. Αναγκασμένα να ενωθούν υπό τον Ναπολέοντα, τα καντόνια δεν υφίσταντο πλέον έξωθεν πίεση. Παλιές συγκρούσεις φούντωσαν. Δεν ήταν όμως μόνο οι Ρώσοι, αλλά και οι Αψβούργοι που ενδιαφέρονταν για τη Συνομοσπονδία. Ήθελαν να αποξενώσουν τη χώρα από τη Γαλλία, να της δώσουν νέο Σύνταγμα και να πάρουν άδεια από την Tagsatzung, την τότε κυβέρνηση, προκειμένου τα αυστριακά στρατεύματα να διασχίσουν τη χώρα για να εισβάλουν στη Γαλλία.
Γι’ αυτό και ο Ιωάννης Καποδίστριας δεν είναι ο μόνος καθ’ οδόν το φθινόπωρο του 1813. Ο Άγγλος Viscount Stratford Canning και ο Αυστριακός βαρόνος Ludwig von Lebzeltern ταξίδεψαν μαζί του στη Ζυρίχη, την έδρα εκείνη την εποχή της ελβετικής κυβέρνησης. Εκεί εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα. Η Συνομοσπονδία δήλωσε βιαστικά την ουδετερότητά της, 20.000 στρατιώτες κινητοποιήθηκαν για να εξασφαλίσουν τα σύνορα με τη Βάδη, τη Βυρτεμβέργη και την Αυστρία. Ένας απεσταλμένος ενημέρωσε τον Ναπολέοντα στο Παρίσι. Όλα αυτά ήταν στο πνεύμα των νικητριών Μεγάλων Δυνάμεων, κυρίως του Ρώσου Τσάρου, ο οποίος ήθελε να κάνει την Ελβετία ουδέτερο κράτος μεταξύ Αυστρίας και Γαλλίας. Γρήγορα όμως ο Καποδίστριας αντελήφθη ότι ο Αυστριακός von Lebzeltern δεν επιδιώκει τους ίδιους στόχους. Ο Αυτοκράτορας στη Βιέννη ήθελε να εγκαταστήσει στην Ελβετία ένα καθεστώς φιλικό προς τους Αψβούργους. Ένας Αυστριακός μυστικός πράκτορας υπέθαλπε τις αντιθέσεις στη Βέρνη για να τροφοδοτήσει τη δυσαρέσκεια για την τελική απώλεια των αποικιών στο Vaud και στο Aargau. Ο Τσάρος Αλέξανδρος Α’, από την άλλη, έγραψε στους διπλωμάτες του: «Πρέπει να σπάσετε τη φυσική σύνδεση του ελβετικού λαού με τον Ναπολέοντα, αλλά θα πρέπει και να σεβαστούμε την ελβετική ουδετερότητα».
Έτσι, ο Καποδίστριας ρίχτηκε στη δουλειά. Ταξίδεψε σε όλη τη χώρα, σε όλα τα καντόνια. Έγραψε σχέδια συνταγμάτων, παρείχε συμβουλευτικές υπηρεσίες, έπαιξε το ρόλο του διαιτητή, ηρεμούσε τα πνεύματα και επιχειρούσε να βρει συμβιβασμούς, όπου αυτό ήταν δυνατόν. «Καλύτερα πιάνει κανείς μύγες με μέλι παρά με ξύδι», τον συμβούλεψε ο Τσάρος, ο οποίος είχε μία ιδιαίτερη συμπάθεια για τη Συνομοσπονδία, και όχι μόνο για γεωστρατηγικούς λόγους. Ως παιδί είχε δάσκαλο από το καντόνι Vaud.
«Οι Ελβετοί που τον γνώρισαν, τον αγάπησαν αυτόν τον Έλληνα», ανέφερε κάποτε η NZZ. Ο Καποδίστριας είχε περισσότερη επιρροή από οποιονδήποτε άλλο απεσταλμένο των Μεγάλων Δυνάμεων, έγραψε τη δεκαετία του 1980 η ιστορικός από τη Γενεύη Michelle Bouvier-Bron, η οποία πραγματοποίησε έρευνα για τον Καποδίστρια -ή Capo d’ Istria, όπως είναι γνωστός στη γαλλόφωνη Ελβετία. Στο Trogen, στο καντόνι του Appenzell Ausserrhoden, ο Ρώσος διπλωμάτης συμμετείχε μάλιστα το 1814 σε μια αγροτική κοινότητα. Ο στόχος του ήταν να κατανοήσει σε βάθος το πώς σκέπτονται οι Ελβετοί.
Αυτό δεν του άρεσε πάντοτε. «Γίνεται πολλή συζήτηση στις Δημοκρατίες, οι άνθρωποι παίρνουν δύσκολα αποφάσεις και ενεργούν αργά», έγραψε σε επιστολή προς τον πατέρα του. Και όταν τον Αύγουστο η Tagsatzung δεν κατόρθωσε να συμφωνήσει σε ένα νέο Σύνταγμα, ο Καποδίστριας απείλησε τα αντίπαλα στρατόπεδα ότι θα τα εγκαταλείψει στην τύχη τους. Γνωρίζοντας πολύ καλά ότι θα εξαφανίζονταν μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, οι Ελβετοί ενώθηκαν.
Τον Νοέμβριο του 1814 ο Καποδίστριας ολοκλήρωσε την αποστολή του στην Ελβετία: Όλα τα καντόνια και η χώρα είχαν νέο Σύνταγμα. «Εάν καταφέρουν να είναι ευτυχισμένοι στο μέλλον και να απολαμβάνουν την ανεξαρτησία τους, δεν θα έχω σπαταλήσει τον χρόνο ή τις προσπάθειές μου».
Όμως ο Καποδίστριας δεν είχε φτάσει ακόμα στον στόχο του. Όταν η ήπειρος μοιράστηκε εκ νέου το επόμενο έτος στο Συνέδριο της Βιέννης, η Συνομοσπονδία δεν άφησε καλές εντυπώσεις. «Η Ελβετία ήταν ένα συνονθύλευμα αντικρουόμενων συμφερόντων», γράφει ο ιστορικός Jakob Tanner. Φυσικά, δεν είχε κανένα λόγο στη λεγόμενη «Ελβετική Επιτροπή»: Στο τραπέζι κάθονταν δύο Ρώσοι, δύο Άγγλοι, ένας Πρώσος και ένας Γάλλος. Αλλά ακόμη και η επίσημη τριμελής αντιπροσωπεία που στάλθηκε στη Βιέννη από την Tagsatzung εμφανίστηκε διχασμένη. Και οι λομπίστες των καντονιών περιφέρονταν στους διαδρόμους και στους προθάλαμους των βιεννέζικων ανακτόρων, προσπαθώντας να επιτύχουν όσο το δυνατόν περισσότερα από για το δικό τους καντόνι, τη δική τους ελίτ. Πραγματικά η Ελβετία τους ήταν αδιάφορη.
Παρ’ όλα αυτά, ο Ιωάννης Καποδίστριας κατόρθωσε στη Βιέννη να διατηρήσει την Ελβετία ως ανεξάρτητο κράτος σε συνεργασία με τον συνοδοιπόρο του από τη Γενεύη Charles Pictet de Rochemont, του οποίου το καντόνι δεν ήταν ακόμη μέρος της Ελβετικής Συνομοσπονδίας. Ο Pictet de Rochemont έγραφε από τη Βιέννη τον Απρίλιο του 1815: «Από όλους εκείνους που ενδιαφέρονταν για τις επιτυχίες μας, κανένας δεν εξέφρασε το ενδιαφέρον του τόσο επίμονα, καλοπροαίρετα, έξυπνα και αποτελεσματικά όσο ο Κόμης Capo d’ Istria».
Στη Βιέννη, η στρατιωτική ουδετερότητα της Ελβετίας έγινε για πρώτη φορά αποδεκτή, ή μάλλον διατάχθηκε. Ωστόσο, κανείς δεν την έπαιρνε πολύ στα σοβαρά. Ενώ οι εκπρόσωποι συνεδρίαζαν ακόμη στον Δούναβη, 20.000 Ελβετοί στρατιώτες κινήθηκαν προς τη Βουργουνδία για να εκδικηθούν για την ταπείνωση που προκάλεσε στην Ελβετία ο Ναπολέοντας και να ευχαριστήσουν τις Μεγάλες Δυνάμεις. Η εκστρατεία εξελίχθηκε σε φιάσκο. Ωστόσο, τον επόμενο χρόνο, με τη Δεύτερη Ειρήνη των Παρισίων, η ελβετική ουδετερότητα κατοχυρώθηκε ως διαχρονική αρχή.
Και εκεί διαπραγματεύθηκε ο Ιωάννης Καποδίστριας. Ήταν αυτός που διαβίβασε στους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων το κείμενο της Δήλωσης Ουδετερότητας, το οποίο είχε γράψει ο Pictet de Rochemont. Με ενθουσιασμό έγραψε για τον Καποδίστρια: «Στις 92 συναντήσεις που είχα μαζί του ήταν πάντοτε ο καλύτερος δάσκαλος του εαυτού του, ο καλύτερος σύμβουλος, με υπομονή που τίποτα δεν μπορούσε να κλονίσει».
Ο Καποδίστριας επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη, όντας ένας από τους ισχυρότερους Ευρωπαίους πολιτικούς. Υπηρέτησε τον Τσάρο για άλλα επτά χρόνια και παραιτήθηκε το 1822, την εποχή που η NZZ τον αποκαλούσε «Άγγελο του Τσάρου». Η Ελλάδα, η πατρίδα του, πολεμούσε κατά της οθωμανικής κυριαρχίας. Το 1827 εξελέγη πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας. Αλλά η χώρα δεν μπορούσε να βρει ησυχία, ξέσπασαν εξεγέρσεις. Ο Καποδίστριας ανέλαβε δράση, ενεπλάκη στις διαμάχες μεταξύ φατριών και κομμάτων και δυσφημίστηκε από τους αντιπάλους του ως τύραννος. Δολοφονήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 1831 στην τότε πρωτεύουσα της χώρας Ναύπλιο.
Ο Καποδίστριας είναι πανταχού παρών στην Ελλάδα σήμερα, ακόμα και στο νόμισμα των 20 Λεπτών. Στη Γενεύη, μια όμορφη αποβάθρα πήρε το όνομά του, ενώ στη Λωζάννη η προτομή του βρίσκεται σε ένα πάρκο δίπλα στη λίμνη. Τα αποκαλυπτήρια έκανε ένας από τους διαδόχους του Καποδίστρια: Ο Ρώσος Υπουργός Εξωτερικών Sergej Lawrow.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.