Συνέδριο ΟΕΚ: Οριστικό τέλος ή νέα αρχή για το β’ βάθμιο Όργανο των Ελληνικών Κοινοτήτων Γερμανίας;
Σχόλιο Δορυφόρου
Σε λίγες εβδομάδες, δηλαδή στις 5 και 6 Νοεμβρίου, θα πραγματοποιηθεί στην Κολωνία το επόμενο τακτικό Συνέδριο της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων Γερμανίας (OEK)
Το Συνέδριο διοργανώνεται σε μια εποχή που υπάρχει κρίση ταυτότητας και προσανατολισμού των Κοινοτήτων και μάλιστα θα γίνει τρία χρόνια μετά την έναρξη της πανδημίας όπου λόγω της καραντίνας και των περιορισμών (απαγόρευση των δια ζώσης συνεδριάσεων και συνελεύσεων), οι συλλογικοί φορείς των Ελλήνων δυσκολεύτηκαν πολύ με τη λειτουργία τους. Επιπλέον, το ΔΣ της ΟΕΚ μοιάζει να αδυνατεί να αντιληφθεί τα νέα δεδομένα και τις νέες ανάγκες των Ελλήνων που ζουν στη Γερμανία, λειτουργεί με εσωστρέφεια εγκλωβίζοντας την όποια δυναμική μπορεί να αναπτυχθεί.
Με αυτά τα δεδομένα δυο τινά μπορούν να συμβούν:
Είτε το συνέδριο θα αποτελέσει μια νέα αρχή για τον θεσμό της ΟΕΚ Γερμανίας ώστε όντως επάξια να εκπροσωπεί πολιτικά τον Ελληνισμό της Γερμανίας μέσω των Κοινοτήτων και ενδεχομένων και άλλων συλλογικών φορέων, είτε που θα πέσουν οι τίτλοι τέλους για μιαν κατά τ’ άλλα ιστορική Ομοσπονδία της Ομογένειας.
Δυστυχώς τα πρώτα μηνύματα δεν είναι ενθαρρυντικά.
Το σημερινό ΔΣ λειτουργεί φοβικά και απορρίπτει τον διάλογο. Πώς αλλιώς μπορεί να δικαιολογηθεί η άρνησή του στην πρόταση της Ένωσης Ελλήνων Επιστημόνων και του Συλλόγου «Δορυφόρος», να πραγματοποιηθεί αρχικά ένα θεματικό ανοιχτό συνέδριο που θα εξετάσει τα δεδομένα και θα αξιολογήσει την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στις Κοινότητες. Κυρίως όμως, μέσα από ευρύ διάλογο που θα αναπτυχθεί, θα διαμορφωθεί η στρατηγική για το μέλλον των Κοινοτήτων, οι στρατηγικοί στόχοι καθώς και οι τρόποι υλοποίησης τους.
Το δεύτερο ενδεικτικό στοιχείο, ότι το ερχόμενο συνέδριο κινδυνεύει να περιοριστεί σε ένα μικρό και ελεγχόμενο εκλογικό συνέδριο, είναι η εμμονή σε γραφειοκρατικά θέματα και η αμφισημία του ΔΣ σε άρθρα του καταστατικού. Σύμφωνα με Κοινότητες που ήδη διαμαρτύρονται, το ΔΣ της ΟΕΚ θέτει ως έναν από τους όρους συμμετοχής στο Συνέδριο την υποχρέωση των Κοινοτήτων να έχουν κάνει εκλογές κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών ετών. Εδώ ερχόμαστε αντιμέτωποι με μιαν οξύμωρη απαίτηση αν σκεφτεί κανείς ότι τα τελευταία 13 χρόνια έγινε μόλις ένα Συνέδριο της ΟΕΚ (2016) παρόλο που το Καταστατικό ορίζει το Συνέδριο ανά δυο χρόνια. Δεν έγινε ούτε το προγραμματισμένο Συνέδριο για το 2018.
Φυσικά μετά ακολούθησε η πανδημία και γι’ αυτό το ΔΣ προκήρυξε για το Φθινόπωρο το φετινό συνέδριο. Δηλαδή, το ΔΣ της ΟΕΚ είναι «αυστηρό» με τις διαδικασίες των Κοινοτήτων λόγω πανδημίας αλλά προσπερνά το γεγονός ότι το ίδιο ξεπέρασε την καταστατική του θητεία 2 φορές τα τελευταία 13 χρόνια (2009-2016 και 2016-2022). Επίσης, η τριετία που απαιτεί το ΔΣ από τις Κοινότητες δεν στέκει καταστατικά αφού το άρθρο αναφέρει ρητά ότι για να έχουν οι Κοινότητες δικαίωμα συμμετοχής στο Συνέδριο θα πρέπει οι εκλογές τους να γίνονται στον ενδιάμεσο χρόνο μεταξύ τελευταίου και επόμενου Συνεδρίου χωρίς καμιά απολύτως αναφορά σε τριετία.
Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής, που είναι τουλάχιστον λυπηρό ότι μόλις 17 Κοινότητες κατλεθεσαν αίτημα συμμετοχής εκ των οποίων μόλις 3-4 πληρούν τις "προϋποθέσεις" του καταστατικού.
Στόχος αυτής της παρέμβασης δεν είναι ούτε η αμφισβήτηση του θεσμού της Ομοσπονδίας ούτε ο μηδενισμός της πορείας και του έργου της.
Είναι έκφραση αγωνίας για το μέλλον της και ανάγκης να επανακτήσει το ρόλο του πολιτικού εκπροσώπου του Ελληνισμού στη Γερμανία.
Σαφώς αυτό δεν μπορεί να γίνει όταν το νέο Όργανο που θα εκλεγεί τον Νοέμβριο θα είναι μεγαλύτερο σε αριθμό από τις Κοινότητες που εκπροσωπεί.
Γι’ αυτό προτείνουμε το Συνέδριο να είναι ανοιχτό σ όλες τις Κοινότητες που επιθυμούν να συμμετέχουν σ’ αυτό, ως βασική παράμετρος για να θεωρηθεί πετυχημένο.
Όσον αφορά τις Κοινότητες που είναι απλά «σφραγίδες» υπάρχουν πολλοί τρόποι να ελεγχθούν κατά πόσο πληρούν τις προϋποθέσεις όπως λ.χ. με φορολογική δήλωση, πιστοποίηση δράσεων κτλ.
Η Ομοσπονδία οφείλει να απευθυνθεί μέσω των Κοινοτήτων στον Ελληνισμό, να υπάρξει μεταξύ τους αλληλεπίδραση και αλληλοτροφοδότηση για να μπορέσει να γίνει ξανά, όπως και τις παλιές δεκαετίες, αναπόσπαστο μέρος του.
Μόνο έτσι θα ξαναγνωριστεί με τον Ελληνισμό, ο οποίος στο πέρασμα των χρόνων έχει αλλάξει τις προτεραιότητές του, τις ανάγκες και τα χαρακτηριστικά του. Διαφορετικά, παρόλο που το απευχόμαστε, το επόμενο Συνέδριο θα είναι απλά μια πράξη «τέλους» για έναν θεσμό με μεγάλη ιστορία και προσφορά για δεκαετίες ολόκληρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.