DIE WELT: «Η Επιτροπή Σοφών για τη Γερμανική Οικονομία δεν βλέπει νέα διαφαινόμενη οικονομική κρίση. Ωστόσο, σε σχέση με το ζήτημα του πληθωρισμού, η τρέχουσα έκθεση σκιαγραφεί μια απογοητευτική εικόνα. Γι’ αυτό και ο Πρόεδρος της Bundesbank, Joachim Nagel, έχει καθορίσει ένα σαφή οδικό χάρτη»
Ενεργειακή κρίση, πληθωρισμός, αναταράξεις στις τράπεζες -σε ταραχώδεις εποχές όπως αυτές οι οικονομικές προβλέψεις ξεπερνιούνται πολύ γρήγορα, καθώς οι εξελίξεις τρέχουν. Τα πέντε μέλη της Επιτροπής Σοφών για τη Γερμανική Οικονομία, το σημαντικότερο συμβουλευτικό όργανο της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, κατέθεσαν εκτάκτως μία έκθεση, μόλις τέσσερις μήνες μετά την επίσημη ετήσια εκτίμησή τους.
Σύμφωνα με αυτή, οι προοπτικές για τη Γερμανία παραμένουν ζοφερές, με πρόβλεψη ανάπτυξης 0,2% φέτος και 1,3% το 2024. Το πρόβλημα όμως είναι κυρίως το ότι ο πληθωρισμός θα ανέλθει σε 6,6%, θα είναι δηλαδή σχεδόν το ίδιο υψηλός όσο και το προηγούμενο έτος (6,9%). Και το 2024 ο πληθωρισμός θα ανέλθει στο 3%, πάνω από τον στόχο του 2% που έχει θέσει η ΕΚΤ. Ως εκ τούτου, η πραγματική απώλεια ευημερίας θα συνεχιστεί και κατά το επόμενο έτος, παρά τις ονομαστικές αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις.
«Ο πληθωρισμός επηρεάζει ολοένα και περισσότερο την Οικονομία», τονίζει το μέλος της Επιτροπής Σοφών Martin Werding παραπέμποντας στην άνοδο των τιμών παραγωγού και στις αναμενόμενες μισθολογικές αυξήσεις. Δεδομένου του επίμονου πληθωρισμού, η ομάδα των εμπειρογνωμόνων δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι η ΕΚΤ θα πρέπει κατά τους επόμενους μήνες να επιμείνει σε μια αυστηρότερη Νομισματική Πολιτική.
Με φόντο τα θεαματικά προγράμματα διάσωσης των τραπεζών στις ΗΠΑ και την εξαγορά ανάγκης της μεγάλης ελβετικής τράπεζας Credit Suisse, αυτή η εκτίμηση της Επιτροπής Σοφών έχει μεγάλη σημασία. Εδώ και πολύ καιρό μαίνεται στη Γερμανία και σε ολόκληρη την Ευρώπη μια διαμάχη μεταξύ παραγόντων του χρηματοπιστωτικού τομέα και οικονομολόγων σχετικά με τη σωστή πορεία σε σχέση με τη Νομισματική Πολιτική. Στο πλαίσιο αυτό, οι προειδοποιήσεις ότι η ΕΚΤ ενδεχομένως να συμβάλει σε μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση με τις περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων και την πώληση κρατικών ομολόγων γίνονται ολοένα και πιο δυνατές. Στην τελευταία της συνεδρίαση την περασμένη Πέμπτη, η Κεντρική Τράπεζα αύξησε απτόητη τα επιτόκια κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες.
Όμως οι αναταράξεις στις ελβετικές τράπεζες έδωσαν ώθηση στους υποστηρικτές μιας λιγότερο σκληρής στάσης στη μάχη κατά της καταπολέμησης του πληθωρισμού, ο οποίος εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλός. Ο Πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας (DIW), Marcel Fratzscher, επέκρινε σε συνέντευξή του στη WELT την τελευταία απόφαση της ΕΚΤ. «Η πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ ήταν στην καλύτερη περίπτωση ένα μεγάλο ρίσκο, στη χειρότερη ένα μοιραίο λάθος». Με τον τρόπο της η ΕΚΤ είπε ότι η σταθερότητα των τιμών έχει προτεραιότητα έναντι της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αυτή είναι η λάθος σειρά, πιστεύει ο επικεφαλής του DIW: «Εάν όντως προκληθεί τώρα μία τραπεζική κρίση, θα βρεθούμε σε βαθιά ύφεση -και η ΕΚΤ θα αποτυγχάνει για ακόμη μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στο στόχο της να σταθεροποιήσει τις τιμές».
Αντίθετα, η Επιτροπή Σοφών ξεκαθάρισε ότι δεν θεωρεί πως κινδυνεύει η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών. Η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική από εκείνη που είχε διαμορφωθεί κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, δήλωσε το μέλος της Επιτροπής Ulrike Malmendier. Η διατραπεζική αγορά λειτουργεί καλά και η παροχή πιστώσεων στην πραγματική Οικονομία είναι εξασφαλισμένη. Σε αντίθεση δε με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, οι δυσκολίες των μεμονωμένων τραπεζών δεν βασίζονταν σε εν πολλοίς άχρηστα χρηματοοικονομικά προϊόντα, πρόσθεσε.
Εν τω μεταξύ, η Πρόεδρος της ΕΚΤ Christine Lagarde επιβεβαίωσε την αποφασιστικότητα της Κεντρικής Τράπεζας να καταπολεμήσει τον υψηλό πληθωρισμό στην Ευρωζώνη. «Θα διασφαλίσουμε τη σταθερότητα των τιμών. Η μείωση του πληθωρισμού μεσοπρόθεσμα στο 2% είναι αδιαπραγμάτευτη», δήλωσε σήμερα η Lagarde στη Φρανκφούρτη. Τον Φεβρουάριο ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη ανήλθε σε 8,5%. Ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας είναι ανθεκτικός χάρη στις εύρωστες θέσεις κεφαλαίου και ρευστότητας, εξήγησε η Lagarde. Ταυτόχρονα, ωστόσο, τόνισε ότι η ΕΚΤ θα προσανατολίζεται κάθε φορά από τα οικονομικά δεδομένα: «Πρώτον και κύριον, αυτό σημαίνει ότι δεν δεσμευόμαστε ότι θα αυξήσουμε περαιτέρω τα επιτόκια, ούτε ότι έχουμε φτάσει στο τέλος των αυξήσεων των επιτοκίων».
Αντιθέτως, για τον Πρόεδρο της Bundesbank, Joachim Nagel, είναι σαφές ότι η ΕΚΤ δεν έχει φτάσει ακόμη στο τέλος της πορείας αύξησης των επιτοκίων. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πιέσεις στις τιμές σε ολόκληρη την Οικονομία είναι ισχυρές και έχουν ευρεία βάση», δήλωσε ο Nagel στους Financial Times. Εφόσον ο στόχος είναι να καταπολεμηθεί ο επίμονος πληθωρισμός, θα πρέπει να επιδειχθεί μεγαλύτερο πείσμα: «Ο αγώνας μας ενάντια στον πληθωρισμό δεν έχει τελειώσει ακόμη».
Ωστόσο, τόσο ο πληθωρισμός όσο και η άνοδος των επιτοκίων αποτελούν σημαντική επιβάρυνση για την οικονομική ανάπτυξη. «Η απώλεια της αγοραστικής δύναμης που σχετίζεται με τον πληθωρισμό, οι χειρότερες συνθήκες χρηματοδότησης και η αργή ανάκαμψη της εξωτερικής ζήτησης εμποδίζουν μια ισχυρότερη άνοδο φέτος και του χρόνου», δήλωσε συνοψίζοντας τη δύσκολη οικονομική κατάσταση η Monika Schnitzer, επικεφαλής της Επιτροπής Σοφών.
Η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι και η ενεργειακή κρίση έχει λήξει, παρά την πρόσφατη ηρεμία στις αγορές. «Και για τον χειμώνα του 2023-2024 παραμένει ο κίνδυνος αλμάτων στις τιμές ή ακόμα και έλλειψης φυσικού αερίου», δήλωσε το μέλος της Επιτροπής Veronika Grimm. Άλλωστε, το κίνητρο για την εξοικονόμηση Ενέργειας θα είναι μικρότερο, όταν οι τιμές θα μειωθούν εκ νέου. «Επομένως, η ενεργειακή κρίση απέχει πολύ από το να έχει τελειώσει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.