Τρίτη 2 Μαΐου 2023

«H Γερμανία και το ζήτημα των Επανορθώσεων: Ενοχή και Χρέος»

Τageszeitung: «Η ευθύνη της Γερμανίας για το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Τι γίνεται όμως με το οικονομικού χαρακτήρα χρέος; Η Γερμανία παραπέμπει στη "Συνθήκη 2+4" και υποστηρίζει ότι με αυτήν ρυθμίστηκαν όλες οι απαιτήσεις. Το ζήτημα των Επανορθώσεων όμως δεν αναφέρεται καθόλου στη Συνθήκη»

Το podcast της δημοσιογράφου στο ελεύθερο ρεπορτάζ Vivien Leue, το οποίο θα μεταδοθεί σήμερα στο πλαίσιο της εκπομπής DLF Doku αναφέρει, μεταξύ άλλων:

Το podcast ξεκινά με το σύνθημα «Δικαιοσύνη, Δικαιοσύνη», το οποίο φώναζαν Έλληνες διαδηλωτές που διαμαρτύρονταν το 2014 για το ζήτημα των Επανορθώσεων με αφορμή την επίσκεψη του τότε Ομοσπονδιακού Προέδρου Joachim Gauck. «Ντρέπομαι και για το ότι η δημοκρατική Γερμανία, όταν επεξεργαζόταν βήμα-βήμα το παρελθόν της, γνώριζε και διδασκόταν τόσα λίγα για την ενοχή της έναντι των Ελλήνων», είχε δηλώσει τότε ο Gauck αναφερόμενος στους 300.000 νεκρούς Έλληνες, από τους οποίους οι 100.000 έχασαν τη ζωή τους μόνο κατά τον πρώτο χειμώνα της Κατοχής. Όταν η Wehrmacht αποχώρησε από την Ελλάδα το 1944, άφησε πίσω της μία κατεστραμμένη χώρα.

Περισσότερα από 70 χρόνια μετά, το ζήτημα δεν έχει κλείσει για την Ελλάδα. Το 2019 το Ελληνικό Κοινοβούλιο ζήτησε από τη Γερμανία να καταβάλει Επανορθώσεις. Ο τότε Έλληνας Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας είχε δηλώσει: «Αποτελεί για εμάς ζήτημα ηθικής και ιστορική σημασίας. Είμαστε πεπεισμένοι ότι, αν υπάρχει η βούληση για ένα καλύτερο μέλλον, θα πρέπει να διαλευκανθούν και να αναλυθούν κεφάλαια της Ιστορίας». Από την πλευρά της, η τότε Καγκελάριος Angela Merkel τόνιζε το 2015: «Έχουμε πει, και το επαναλαμβάνω και από εδώ, ότι το ζήτημα των Επανορθώσεων κατά την άποψη της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης έχει κλείσει πολιτικά και νομικά». Ο τότε Αντικαγκελάριος Siegmar Gabriel πρόσθετε: «Η πιθανότητα καταβολής Επανορθώσεων είναι μηδενική, γιατί έχουμε μία σαφή από νομικής απόψεως απάντηση σε τέτοια αιτήματα. Πιο συγκεκριμένα, το αργότερο με τις διαπραγματεύσεις για τη "Συνθήκη 2+4" και τα αποτελέσματά τους, όλα αυτά τα θέματα έχουν τελειώσει».

Ο ιστορικός από το Βερολίνο Hartmut Rübner, ο οποίος έχει πραγματοποιήσει έρευνα επί του ζητήματος των Επανορθώσεων, υποστηρίζει ότι η σε βάθος μελέτη των διαδικασιών και των διαπραγματεύσεων σε σχέση με τις Πολεμικές Αποζημιώσεις αντικρούει την επίσημη ρητορική του γερμανικού κράτους. Στο τελευταίο βιβλίο του για το ζήτημα των Επανορθώσεων, το οποίο εξέδωσε σε συνεργασία με τον ιστορικό από τη Βρέμη Karl Heinz Roth, συγκέντρωσε 6.000 έγγραφα, μερικά από τα οποία περιείχαν και μαρτυρίες για τα γερμανικά εγκλήματα στην Ελλάδα. «Είδα τις μαρτυρίες και τους φακέλους που προέρχονται από τις δίκες που διεξήχθησαν μεταπολεμικά, αλλά και τη Δίκη της Νυρεμβέργης. Μπορεί κανείς να διαπιστώσει σαφώς τί ακριβώς συνέβη. Κάποιες φορές τα όσα διάβασα μου έφεραν δάκρυα στα μάτια. Επρόκειτο για ιστορίες του πως εξολοθρεύτηκαν ολόκληρα χωριά, ακόμα και τα μικρά παιδιά που ζούσαν σε αυτά».

Στην Ελλάδα έλαβαν χώρα αναρίθμητες σφαγές, τονίζει η Leue. Χωριά όπως το Δίστομο, τα Καλάβρυτα και οι Λιγκιάδες ισοπεδώθηκαν και οι κάτοικοί τους εκτελέστηκαν. Η Ελλάδα χρησίμευσε ως βάση για τις γερμανικής επιχειρήσεις στην Αφρική και ως τόπος διακοπών για τα στελέχη της Wehrmacht, δηλώνει ο Rübner. Και έβαλε την Ελλάδα να της πληρώσει τα έξοδά της με το Αναγκαστικό Δάνειο των 500.000 μάρκων. Το 1945 η τότε ελληνική κυβέρνηση υπολόγισε με ακρίβεια το κόστος της Κατοχής στα 10 δισ. δολάρια (με σημερινές τιμές 90 δισ. δολάρια). Ο Rübner κρίνει αυτές τις απαιτήσεις ως δικαιολογημένες και επισημαίνει ότι τελικά η Ελλάδα αναγκάστηκε να καλύψει το κόστος των ζημιών λαμβάνοντας ως αποζημίωση μόνον ένα πολύ μικρό ποσόν. «Οι μικρότεροι σύμμαχοι έτυχαν διακριτικής μεταχείρισης κατά την κατανομή των πρώτων γερμανικών αποζημιώσεων, και σε κάθε περίπτωση δεν έτυχαν της προσοχής που έπρεπε να τους είχε δοθεί. Δεν είχαν τόσο μεγάλη διαπραγματευτική ισχύ».

Στο podcast αναλύεται εκτενώς το ιστορικό πλαίσιο των Επανορθώσεων. Έμφαση δίνεται στα αντικρουόμενα συμφέροντα Ανατολής-Δύσης, στα διδάγματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της Συνθήκης των Βερσαλλιών και στις γεωπολιτικού χαρακτήρα ανησυχίες σε σχέση τη σύναψη μίας Συνθήκης Ειρήνης η οποία, όπως είχε συμφωνηθεί, θα έπρεπε να επιλύσει οριστικά και το ζήτημα των Επανορθώσεων. Στο ρεπορτάζ τονίζεται ότι κατά την ομόφωνη άποψη των ειδικών στο Διεθνές Δίκαιο, η παραίτηση της Πολωνίας από τις Επανορθώσεις έχει νομική ισχύ, ακόμα και αν υπαγορεύτηκε από τη Σοβιετική Ένωση. Σε κάθε περίπτωση, οκτώ χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου το θέμα των Επανορθώσεων φαινόταν πως είχε κλείσει.

Για την Ελλάδα όμως το ζήτημα πάντοτε θεωρείτο υπαρκτό. Ο ιστορικός Hagen Fleischer υποστηρίζει: «Οι αποζημιώσεις ήταν πενιχρές. Στην πρώτη φάση, μάλιστα, δεν υπήρχε αυτόνομο γερμανικό κράτος». Κατά τη Διάσκεψη των Παρισίων για τις Επανορθώσεις το 1946 ικανοποιήθηκε μόνον ένα μικρό ποσοστό των ελληνικών απαιτήσεων. Στο τέλος, όμως, σχεδόν τίποτα δεν έφτασε στην Ελλάδα, λέει ο Fleischer. «Ο επόμενος σταθμός ήταν το 1953 το Λονδίνο και η Διάσκεψη για το γερμανικό χρέος». Σε αυτή τη Διάσκεψη θα αποκαθίστατο η φερεγγυότητα της Γερμανίας σε διεθνές επίπεδο. Στο πλαίσιο της Διάσκεψης, η Ελλάδα παραιτήθηκε από μέρος των αξιώσεών της, λέει η Leue. Το Αναγκαστικό Δάνειο δεν αποτέλεσε αντικείμενο των διαπραγματεύσεων, καθώς απορρίφθηκε από τη Διάσκεψη. Αλλά και το ζήτημα των Επανορθώσεων προτάθηκε μεν από ορισμένα κράτη, αποφασίστηκε όμως η χρονική μετάθεση της αντιμετώπισής του. «Οι δυτικοί σύμμαχοι δεν τόλμησαν να παραιτηθούν επισήμως από τις Επανορθώσεις, γιατί αυτό θα είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Διατυπώθηκε όμως ο όρος ότι μέχρι την επίλυση του Γερμανικού Ζητήματος, δηλαδή της διχοτόμησης της Γερμανίας, η οποία ήταν άγνωστο αν και πότε θα επιτυγχανόταν, δεν θα αντιμετωπιζόταν οριστικά και το ζήτημα των Επανορθώσεων», λέει ο Fleischer.

Ο ιστορικός από το Πανεπιστήμιο του Bochum, Constantin Goschlar, παραπέμπει στις διμερείς συμφωνίες που συνήψε η Γερμανία με διάφορες χώρες στις δεκαετίες του 1950 και 1960. «Αν η Ελλάδα έλαβε κάτι, αυτό αφορούσε τους διωχθέντες από τους Εθνικοσοσιαλιστές». Δεν επρόκειτο περί Επανορθώσεων, αλλά περί αποζημιώσεων υπέρ θυμάτων. Η Ελλάδα σε αυτό το πλαίσιο έλαβε 115 εκ. μάρκα το 1960. «Διατηρήθηκε μία πλασματική κατάσταση, η οποία ακολουθούσε τη λογική "θα τους δώσουμε τα χρήματα και δεν θα κοιτάξουμε τί θα τα κάνουν. Αλλά θα ισχυριζόμαστε ότι δεν πρόκειται περί Επανορθώσεων"». Παλαιότερα, τέτοιες πληρωμές αποτελούσαν τμήμα των Επανορθώσεων, π.χ. στο πλαίσιο της Συνθήκης των Βερσαλλιών. «Επρόκειτο για ένα παρόμοιο πρόβλημα με αυτό που δημιουργείται σύμφωνα με το νομοθετικό πλαίσιο για τις πτωχεύσεις: "Αν δοθεί κάτι σε έναν, τότε θα πρέπει να δοθεί κάτι σε όλους"». Σε αυτήν την περίπτωση ενδεχομένως να ήγειραν αξιώσεις η Νότια Αφρική ή και η Αίγυπτος. Η Γερμανία φρόντισε να αξιοποιήσει την οικονομική και πολιτική ισχύ που απέκτησε κατά τις δεκαετίες μετά τον πόλεμο. «Μιλώντας κυνικά, η Ελλάδα ήταν μία ασήμαντη από άποψη ισχύος χώρα, την οποία η Γερμανία μπορούσε να ελέγξει σχετικά εύκολα. Πρέπει να αντιληφθεί κανείς ότι και η ελληνική κυβέρνηση βρισκόταν πάντοτε ενώπιον αποφάσεων: Ήθελε οικονομική βοήθεια, ήθελε στρατιωτική βοήθεια. Η Γερμανία ήταν πάντοτε σε θέση να της ασκεί πίεση. Και αυτό συνέβη σε μεγάλο βαθμό», εξηγεί ο Goschlar.

Το 1958 η Γερμανία έδωσε στην Ελλάδα δάνειο 200 εκ. μάρκων. Ο τότε Καγκελάριος Konrad Adenauer φρόντισε να είναι πολύ χαμηλό το επιτόκιο. Αλλά και τα επόμενα χρόνια δόθηκαν «δώρα σε χρήμα», λέει η Leue, όπως οικονομική βοήθεια για αναπτυξιακά έργα ή εξοπλιστικά προγράμματα. Οι ιστορικοί Katerina Králová και Nikola Karasová αναφέρουν σε μελέτη τους ότι μόνον μεταξύ των ετών 1956 και 1963 η Ελλάδα έλαβε από τη Γερμανία περίπου 1 δισ. ευρώ. «Αυτή ήταν κατά βάση η πολιτική προσέγγιση της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης: "Μετατρέψαμε το πρόβλημα των Επανορθώσεων στον πολιτικό μηχανισμό της συνεργασίας". Θεωρώ ότι η σκέψη αυτή δεν είναι καταρχήν λάθος. Το ερώτημα είναι, σε ποιά από τις δύο εκδοχές θα δίδονταν περισσότερα χρήματα», δηλώνει ο Goschlar.

Αυτή όμως η επιχειρηματολογία λησμονεί τα θύματα του πολέμου, αντιτάσσει ο Rübner. «Είναι κοντόφθαλμη αυτή η άποψη. Δεν λειτουργούν έτσι τα πράγματα. Ας αναλογιστούμε όλα αυτά που βίωσαν τα θύματα σε ιστορικό ή και οικογενειακό επίπεδο. Όποιος αντιληφθεί αυτήν την πτυχή, θα δει την όλη προβληματική των Επανορθώσεων με άλλο μάτι». Άλλωστε, στο ζήτημα των Επανορθώσεων κεντρικό είναι το στοιχείο της ενοχής, επισημαίνει η Leue. Τα χαμηλότοκα δάνεια ή η εξοπλιστική βοήθεια δεν αποτελούν ομολογία ενοχής. Είναι αλήθεια ότι η Γερμανία δεν απεμπόλησε ποτέ την ευθύνη της και έχει κάνει πολλά, ειδικά τα τελευταία χρόνια, προκειμένου να αναπτυχθεί μία κουλτούρα Μνήμης. Αρκεί όμως αυτό;

O Tim Geiger από το Ινστιτούτο Σύγχρονης Ιστορίας, ο οποίος έχει μελετήσει σε βάθος τα πρακτικά της σύναψης της Συνθήκης 2+4, επισημαίνει τη βαρύτητα που δόθηκε από γερμανικής πλευράς στο να μην χαρακτηριστεί Συνθήκη Ειρήνης και έτσι να μην τεθεί ζήτημα καταβολής Επανορθώσεων. Ήταν μία άποψη με την οποία συμφώνησαν και οι Αμερικανοί, καθώς μία Συνθήκη Ειρήνης θα ήταν παρωχημένη. Η Margaret Thatcher ήθελε μία Συνθήκη Ειρήνης, αλλά μεταπείστηκε από το Υπουργείο Εξωτερικών της, ενώ οι Γάλλοι δεν ασχολήθηκαν με το ζήτημα. Πιο δύσκολο να μεταπειστούν ήταν οι Σοβιετικοί, όμως εκείνα τα χρόνια η χώρα τους αντιμετώπιζε πιο πιεστικά προβλήματα, κυρίως οικονομικού χαρακτήρα. Η Γερμανία τους παρείχε βοήθεια, «ένα είδος λαδώματος» κατά τον Geiger υπέρ του στόχου της Γερμανικής Ενοποίησης.

Ο επικεφαλής της γερμανικής διαπραγματευτικής ομάδας, νομικός και διπλωμάτης Dieter Kastrup τονίζει ότι εξαρχής η Γερμανία δεν ήθελε Συνθήκη Ειρήνης για τρεις λόγους: «Μία Συνθήκη Ειρήνης συνάπτεται συνήθως αμέσως μετά την παύση των πολεμικών επιχειρήσεων. Από τη λήξη του πολέμου είχαν όμως περάσει 45 χρόνια». Επιπλέον, θα έπρεπε μία τέτοια Συνθήκη να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης με όλα τα κράτη που είχαν εμπλακεί στον πόλεμο, κάτι εξαιρετικά χρονοβόρο. «Και τέλος ο τρίτος, όχι ασήμαντος λόγος, ήταν ότι σε αυτήν την περίπτωση θα έπρεπε να μιλήσουμε και για τις Επανορθώσεις, και αυτό είναι κάτι που δεν θέλαμε. Ήμασταν της άποψης ότι εξαιτίας της ευρωπαϊκής συνεργασίας και αυτού που η Γερμανία προσέφερε σε αυτό το πλαίσιο, το θέμα των Επανορθώσεων είχε ξεπεραστεί από τα πράγματα». Προσθέτει, δε, ότι οι Σύμμαχοι δεν αναφέρθηκαν  στις Επανορθώσεις «σε καμία στιγμή» κατά τις διαπραγματεύσεις.

Ο πρώην σύμβουλος του Καγκελαρίου Helmut Kohl, Horst Teltschik, ξεκαθαρίζει ότι ούτε και σε ανεπίσημο επίπεδο έγινε συζήτηση περί Επανορθώσεων και υποστηρίζει ότι το αίτημα των Επανορθώσεων συχνά χρησιμοποιείται ως «εργαλείο Εσωτερικής Πολιτικής». Άλλωστε, η Ελλάδα στο πέρασμα των ετών πήρε με άλλους τρόπους πολλά χρήματα από τη Γερμανία. Και από ελληνικής πλευρά μέσα σε βάθος δεκαετιών αναπτύχθηκε η κατανόηση ότι οι Γερμανοί ανέμεναν μία «σιωπηρή συνεννόηση», λέει ο Teltschik. Η Γερμανία θα υποστήριζε την Ελλάδα, και σε αντάλλαγμα το θέμα των Επανορθώσεων δεν θα ετίθετο. Όμως στην Ελλάδα το θέμα των Επανορθώσεων συζητείτο και κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη Συνθήκη 2+4, όπως πιστοποιεί ο Geiger που έχει μελετήσει τις εκθέσεις των Γερμανών διπλωματών που υπηρετούσαν εκείνα τα χρόνια στην Ελλάδα και οι οποίοι ζητούσαν μάλιστα οδηγίες για το πώς θα πρέπει να απαντούν στους Έλληνες συνομιλητές τους. Μόνο το φθινόπωρο του 1990 τους δόθηκε η απάντηση ότι η Ελλάδα έχει παραιτηθεί από τις αξιώσεις της.

Ίσως η Ελλάδα αποδέχθηκε για υπερβολικά πολύ χρόνο τη «σιωπηρή συνεννόηση», καταλήγει η Leue. Το Νοέμβριο το 1990 θα μπορούσε να εγείρει τις αξιώσεις της, δύο μήνες μετά την υπογραφή της Συνθήκης και ένα μήνα μετά την Ενοποίηση. Τότε οι χώρες του ΟΑΣΕ συναντήθηκαν στο Παρίσι για να οικοδομήσουν μία νέα Τάξη Ειρήνης στην Ευρώπη με τη Χάρτα των Παρισίων. Η Ελλάδα υπέγραψε τη Χάρτα. Σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση και πολλούς ειδικούς του Διεθνούς Δικαίου, σε αυτό το χρονικό σημείο κατέπεσαν οι αξιώσεις της Ελλάδας για Επανορθώσεις. «Θα φαινόταν σαν να ήταν η Ελλάδα αυτή που θα κατέστρεφε την ωραία ατμόσφαιρα και θα δημιουργούσε πρόβλημα», απαντά ο Fleischer. Πρόκειται για άλμα στο χρόνο, προσθέτει ο Rübner. «Εκεί που το ζήτημα θα ρυθμιζόταν με τη Συνθήκη Ειρήνης, θεωρήθηκε μεμιάς περαιωμένο χωρίς καμία συζήτηση». Η Γερμανία, πάντως, μέσω διαφόρων εκπροσώπων της, αρνείται έκτοτε σταθερά τις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα για το θέμα των Επανορθώσεων.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.