Ανθρακωρύχοι και άλογα στις γαλαρίες
του Βελγίου, μοιράζονται
τον κόπο, την μουτζούρα,
τον ιδρώτα, αλλά και τα δικαιώματα....
|
Η ελληνική παρουσία στο Βέλγιο ξεκινά την διαδρομή της κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950 οι Έλληνες που ζούσαν στο Βέλγιο ήταν 1.000 περίπου, κυρίως έμποροι στο επάγγελμα. Από το 1953 ως και το 1964 η εικόνα αυτή αλλάζει με τον αριθμό των Ελλήνων να πολλαπλασιάζεται, φτάνοντας τις 20.069 άτομα. Οι περισσότεροι είναι μετανάστες που έρχονται για να εργαστούν στα βελγικά ανθρακωρυχεία. Πάντως, παρά την κατακόρυφη αύξηση του αριθμού τους, οι Έλληνες στο Βέλγιο παρέμειναν λίγοι, τόσο αριθμητικά όσο και συγκριτικά με άλλες εθνότητες που εγκαταστάθηκαν στη χώρα.
Η Fedeshar (ένωση ιδιοκτητών ανθρακωρυχείων Βελγίου) χρησιμοποίησε την στροφή προς την Ελλάδα για εργάτες ως μοχλό πίεσης απέναντι στην Ιταλία (η οποία πίεζε για τις συνθήκες εργασίας και για τους όρους της σύμβασης),
και λόγω του ενδιαφέροντος που έδειξε ήδη από το 1952 ο Μ. Κόκκινος, έμπορος σφουγγαριών από την Κάλυμνο (Δωδεκάνησα) και πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Βρυξελλών, και στη συνέχεια ο γιός του Σακελλάριος, ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις για τη μετανάστευση Ελλήνων.
και λόγω του ενδιαφέροντος που έδειξε ήδη από το 1952 ο Μ. Κόκκινος, έμπορος σφουγγαριών από την Κάλυμνο (Δωδεκάνησα) και πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Βρυξελλών, και στη συνέχεια ο γιός του Σακελλάριος, ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις για τη μετανάστευση Ελλήνων.
Αποφασίστηκε να επιτραπεί η εργασία στις στοές 90 Δωδεκανησίων με δική τους όμως ευθύνη και έξοδα (με την αρωγή του Μ. Κόκκινου), όπου τελικά φτάνουν το 1953. Το 1954 αποφασίστηκε η μετανάστευση των Ελλήνων να πάρει πιο μαζικό και οργανωμένο χαρακτήρα με τον Σ. Κόκκινο να προσλαμβάνεται από τη Fedeshar, λόγω των γνωριμιών του και στις δύο χώρες και της καλής υπόληψης της οικογένειας του, δουλεύοντας στον Πειραιά, από όπου θα αναχωρούσαν οι Έλληνες. Ο κανονισμός των ανθρακωρυχείων με τις υποχρεώσεις και τις παροχές, μεταφράστηκε στα ελληνικά, και στάλθηκε σε όλα τα Γραφεία ανά την Ελλάδα και το 1955, ύστερα από μεγάλο ενδιαφέρον που έδειξαν οι Έλληνες, η πρώτη οργανωμένη αποστολή μεταναστών φτάνει στο Βέλγιο.
Η συμφωνία μεταξύ Βελγίου και Ελλάδος για τη μετανάστευση υπογράφτηκε το 1957, και είναι η μοναδική διακρατική συμφωνία που υπέγραψε το Βέλγιο για εργασία αποκλειστικά στα ανθρακωρυχεία. Συνοπτικά, η συμφωνία όριζε πως τα ανθρακωρυχεία θα ήταν εκείνα που θα προσδιόριζαν τον αριθμό των απαιτούμενων εργατών, οι εργάτες θα υπέγραφαν ατομική, και όχι συλλογική, σύμβαση εργασίας και πως τα ανθρακωρυχεία θα αναλάμβαναν τα έξοδα για την άδεια εργασίας, για τη μεταφορά από τον Πειραιά στο Βέλγιο, καθώς και την στέγαση και την διατροφή τους στον Πειραιά και στη διάρκεια του ταξιδιού. Οι υποψήφιοι ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν ιατρικές εξετάσεις και όσον αφορά την εργασία στο Βέλγιο, οι Έλληνες τυπικά απολάμβαναν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με τους Βέλγους. Οι Έλληνες μετανάστες, όπως όριζε η σύμβαση, εργάζονταν ως βοηθοί ανειδίκευτοι στο βάθος και μόνο μετά από πέντε χρόνια εργασίας στα ανθρακωρυχεία μπορούσαν να πάρουν άδεια για άλλο οικονομικό κλάδο.
Η μετακίνηση των Ελλήνων ξεκινά από το 1953 και ουσιαστικά τερματίζεται το 1982. Συνολικά γύρω στα 20.000 άτομα μετακινήθηκαν στο Βέλγιο για να δουλέψουν στα ανθρακωρυχεία και οι περιοχές εγκατάστασης τους ήταν οι ανθρακοφόρες περιοχές και συγκεκριμένα στη Βαλλωνία (Σαρλερουά, Λιέγη, Μονς) και στην περιοχή του Λιμβούργου (Χάσελτ, Γκενκ). Μέχρι το 1965 το 30% των Ελλήνων είχε επιστρέψει στην Ελλάδα και όσοι έμειναν, εγκατέλειπαν τις στοές για άλλες δουλειές μόλις είχαν τη δυνατότητα. Ένα ποσοστό 2,6%, σύμφωνα με τα στοιχεία της Fedeshar, συνταξιοδοτήθηκε αναγκαστικά λόγω ατυχήματος ή ασθένειας Από το 1959 έως το 1961 δεν έγινε καμία πρόσληψη Ελλήνων στα ανθρακωρυχεία, λόγω της αυξημένης ανεργίας στο Βέλγιο, αλλά το 1962 παρουσιάστηκε ζήτηση στα ορυχεία και στρατολογήθηκαν και πάλι Έλληνες. Η Fedeshar επιδότησε την οικογενειακή επανασύνδεση των εργατών, προσπαθώντας να κάνει μονιμότερη τη διαμονή τους. Οι γυναίκες όμως, μεταναστεύουν στο Βέλγιο μόνο για το λόγο αυτό και το 1961 το ποσοστό των γυναικών, στους κατοίκους με ελληνική υπηκοότητα, φτάνει το 41,85%. Μερικά χρόνια αργότερα ο αριθμός των Ελληνίδων γυναικών που είχε εισέλθει στην αγορά εργασίας είχε εννεαπλασιαστεί. Το 63% εργάζονταν στην μεταποιητική βιομηχανία, και το υπόλοιπο στη μεταλλουργία και στις υπηρεσίες.
Παρά το γεγονός ότι οι διαδικασίες μετακίνησης Ελλήνων για να εργαστούν στα βελγικά ανθρακωρυχεία ξεκίνησαν αρκετά χρόνια πριν την υπογραφή της σχετική διακρατικής συμφωνίας μετανάστευσης, τα στοιχεία δείχνουν ότι μόλις το 3% των Ελλήνων, που επέλεξαν την μετανάστευση στην Ευρώπη, κατευθύνθηκαν προς το Βέλγιο. Αλλά ο ελληνικός πληθυσμός του Βελγίου —ο οποίος προερχόταν, σε μεγάλο βαθμό, όπως και αυτός που εγκαταστάθηκε στη Γερμανία, από τη Βόρεια Ελλάδα— εξακολουθούσε να αυξάνεται έως το 1970, οπότε και έφτασε τις 22.354 άτομα, εξαιτίας της επανασύνδεσης των οικογενειών και της γέννησης των παιδιών όσων παρέμεναν.
Σήμερα, συνυπολογίζοντας τους πολυάριθμους μόνιμους υπαλλήλους διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών και τους φοιτητές, αλλά και το γεγονός ότι σημαντικός αριθμός (περίπου 5.500 άτομα) των ελληνικής καταγωγής κατοίκων της χώρας έχει πλέον βελγική υπηκοότητα —και άρα πλέον στις απογραφές υπολογίζεται στο γηγενή πληθυσμό— οι ελληνικής υπηκοότητας κάτοικοι του Βελγίου ανέρχονται περίπου σε 18 με 20.000 άτομα.
Από τη στιγμή της άφιξής τους στο Βέλγιο οι άνδρες, οι οποίοι μετανάστευαν αρχικά μόνοι τους, εισάγονταν αμέσως, χωρίς να έχουν προσαρμοστεί στοιχειωδώς στις νέες συνθήκες και χωρίς καμία προετοιμασία, στο χώρο των ανθρακωρυχείων και τις άγνωστες, για εκείνους, απαιτήσεις της εργασίας σε αυτά. Πολλοί δεν άντεχαν την εμπειρία της καθόδου στις στοές και της υπόγειας εργασίας, με αποτέλεσμα να εγκαταλείπουν το Βέλγιο αμέσως ή ύστερα από μερικές εβδομάδες. Η μεγάλη φτώχεια, η πιεστική ανάγκη να συνδράμουν οικονομικά την οικογένεια που είχε παραμείνει στην Ελλάδα ή το κίνητρο της αποταμίευσης ενός μικρού κεφαλαίου, καθήλωσαν όσους παρέμειναν στα ορυχεία για ένα έως πέντε, τουλάχιστον, χρόνια στο Βέλγιο.
Μετά από ορισμένα έτη εργασίας στα ορυχεία, οι μετανάστες είχαν το δικαίωμα να αποκτήσουν άδεια εργασίας και σε άλλους οικονομικούς τομείς. Έτσι, στη δεκαετία του 1960 το σύνολο, σχεδόν, των Ελλήνων μεταπήδησε από τα ορυχεία προς τις βιομηχανίες και μετακινήθηκε προς τις Βρυξέλλες και άλλα αστικά κέντρα, όπου ένα μικρό ποσοστό κατάφερε να λειτουργήσει στον ιδιωτικό τομέα ( εστιατόριο- καφενείο - ταξί).
Η εργασία στις βιομηχανίες ήταν λιγότερο σκληρή και επικίνδυνη σε σύγκριση με τα ορυχεία και παράλληλα με τη μετακίνηση αυτή προς τα αστικά κέντρα (που παρείχαν ευκαιρίες απασχόλησης και στις γυναίκες), πολλές Ελληνίδες άρχισαν να εργάζονται εκτός οικίας.
Ζώντας σε μια χώρα με ιδιαίτερα ανεπτυγμένο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, απέκτησαν αίσθημα ασφάλειας, και παρότι οι περισσότεροι μετανάστες δεν βελτίωσαν την κοινωνική τους θέση, βελτίωσαν κατά πολύ το βιοτικό τους επίπεδο. Οι προσδοκίες να ζήσουν την οικογένεια τους, να αποκτήσουν στο Βέλγιο ή τη χώρα καταγωγής ένα ακίνητο και να γεράσουν αξιοπρεπώς- εκπληρώθηκαν.
Τα παιδιά των Ελλήνων μεταναστών φοίτησαν σε βελγικά σχολεία και παρακολουθούσαν μαθήματα Ελληνικών σε τμήματα μητρικής γλώσσας που δημιουργήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1960 από το ελληνικό Κράτος, και τα οποία λειτουργούσαν σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης δύο φορές την εβδομάδα. Στις Βρυξέλλες λειτουργεί από το 1981 ένα αμιγές δημοτικό ελληνικό σχολείο, που συμπληρώθηκε με Γυμνάσιο και Λύκειο στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ενώ τα παιδιά των Ελλήνων υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ζουν στην πόλη, έχουν τη δυνατότητα να φοιτούν στο ελληνικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Σχολείου.
Οι Έλληνες ανειδίκευτοι εργάτες, όπως και οι άλλοι ξένοι μετανάστες, βίωσαν τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους στο Βέλγιο την περιφρόνηση, την εχθρότητα και τις προκαταλήψεις των Βέλγων. Για να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες, το εχθρικό περιβάλλον και το γλωσσικό αποκλεισμό, για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες της καθημερινότητας, οι μετανάστες εντάχθηκαν στα ελληνικά τμήματα των βελγικών συνδικάτων, οργανώθηκαν σε κοινότητες και συγκεντρώνονταν στις ελληνορθόδοξες εκκλησίες.
Αρχικά, η υποδοχή των Ελλήνων ανθρακωρύχων γινόταν από τα ισχυρά και μαζικά, στις δεκαετίες του 1950 και 1960, βελγικά συνδικάτα, τα οποία διεκδικούσαν την ισότιμη μεταχείριση των μεταναστών, προκειμένου να μην προτιμώνται από τους εργοδότες, και επεδίωκαν τη στρατολόγησή τους για να διατηρήσουν την ενότητα της εργατικής τάξης. Στις αρχές του 1950, δημιουργήθηκε επίσημο Ελληνικό τμήμα, στο συνδικάτο των Χριστιανοδημοκρατών. Το τμήμα αυτό ασχολήθηκε ουσιαστικά με τους Έλληνες εργάτες μετανάστες, έσκυψε με ειλικρίνεια πάνω στα προβλήματά τους, προχώρησε σε έκδοση ελληνόφωνης εφημερίδας, με τον τίτλο “η εφημεριδούλα μας”, που λίγα χρόνια μετά μετονομάστηκε σε “Πρωτοπόρο” (έκδοση που συνεχίζει να κυκλοφορεί και να ενημερώνει μέχρι σήμερα για θέματα του ελληνισμού στο Βέλγιο), άρχισε να εργάζεται συστηματικά στον τομέα των μεταφράσεων (απαραίτητο εκείνη την εποχή), να προσφέρει δωρεάν διοικητικές υπηρεσίες στους Έλληνες μετανάστες, να οργανώνει - δωρεάν- μαθήματα γαλλικής γλώσσας για τους Έλληνες εργάτες και να τους παρέχει μια συνεχή ροή πληροφοριών για εργασιακά, συνδικαλιστικά και μεταναστευτικά- δημοτολογικά θέματα.
Κατά τη δεκαετία του 1960 οργανώθηκε ελληνικό τμήμα και στο σοσιαλιστικό συνδικάτο του Βελγίου, το οποίο ανέπτυξε παρόμοιες δραστηριότητες. Τα ελληνικά τμήματα των βελγικών συνδικάτων λειτούργησαν ως μεσολαβητές ανάμεσα στη βελγική κοινωνία και τους μετανάστες, συμβάλλοντας δραστικά στη διαδικασία ενσωμάτωσης τους και παρέχοντας τους έναν —έστω και περιορισμένο— χώρο κοινωνικής και πολιτικής συμμετοχής.
Η Ελληνική Κοινότητα Βρυξελλών, η πιο σημαντική από τις 10 Κοινότητες του Βελγίου (Λιέγης, Σαρλερουά, Αμβέρσας κ.ά.), συσπείρωνε έως τη δεκαετία του 1960 εύπορους εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες και οι προσανατολισμοί των δράσεων της είχαν έναν χαρακτήρα περισσότερο κοινωνικό και φιλανθρωπικό, κύρια εθνικοτοπικά πολιτιστικό και μάλλον ηπίως εξωστρεφή, καθώς προείχε ο “εσωτερικός” συντονισμός, η οργάνωση μεταξύ των Ελλήνων μεταναστών, η επικοινωνία μεταξύ τους και η συσπείρωσή τους, γύρω από τις ελληνορθόδοξες παραδόσεις. Επίσης, η “Αδελφότητα Ελληνίδων Κυριών”, η οποία είχε ιδρυθεί στις Βρυξέλλες από το 1926, ως πρωτοπόρος ελληνικός σύλλογος της ομογένειας είχε ιδιόκτητη έδρα, στο κτίριο επί της οδού de Stassart 92 στις Ixelles, όπου λειτουργεί ακόμη και σήμερα ο Ιερός Ναός των Αρχιστρατήγων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Στο κτίριο αυτό, η “Αδελφότης Ελληνίδων Κυριών” λειτουργούσε ορθόδοξο Ιερό Ναό, “ευκτήριο οίκο”, χώρους για μαθήματα ελληνικής γλώσσας, ελληνικών παραδοσιακών χορών, διαλέξεων και υλοποιούσε ποικίλες πρωτοβουλίες “αρωγής παντός κοινωφελούς έργου”. Στις αρχές, όμως, της δεκαετίας του 1960, η αριθμητική υπεροχή των νεοαφιχθέντων στις Βρυξέλλες πρώην ανθρακωρύχων, σε συνδυασμό με τη δράση της Αριστεράς, άλλαξαν τα δεδομένα: η Κοινότητα πέρασε στα χέρια των αριστερών εργατών και από το 1962 έως το 1967 ανέπτυξε έντονη κοινωνική και πολιτιστική δραστηριότητα. Μετά την επιβολή της δικτατορίας του 1967, η Κοινότητα συνετέλεσε στη δημιουργία της Επιτροπής Αντιδικτατορικού Αγώνα Ελλήνων Βελγίου, και η ενασχόληση με τα πολιτικά ζητήματα της Ελλάδας έγινε σχεδόν το αποκλειστικό της έργο. Οι παλαιοί πάροικοι, λίγους μήνες μετά το πραξικόπημα στην Ελλάδα, ίδρυσαν ξεχωριστό σύλλογο, που συνεργάστηκε στενά με τις ελληνικές Αρχές. Από το 1967 έως τη συνένωση των δυο σωματείων, το 1991, υπήρχαν, λοιπόν, στις Βρυξέλλες δυο ελληνικές Κοινότητες. Με τη μεταπολίτευση στην Ελλάδα συνεχίστηκε για μερικά χρόνια η έντονη πολιτικοποίηση των κοινοτήτων και η ενασχόληση τους κατά κύριο λόγο με τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα.
Η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ μετέβαλε το νομικό καθεστώς των Ελλήνων που ζούσαν στο Βέλγιο, προσδίδοντάς τους νέα δικαιώματα, με τα οποία διαχωρίστηκαν σε σχέση με τους ξένους, που προέρχονταν από μη ευρωπαϊκές και ιδιαίτερα μουσουλμανικές χώρες. Στη δεκαετία του 1980, αυξήθηκε ο αριθμός των νεοαφιχθέντων, από την Ελλάδα, υπαλλήλων της ΕΟΚ στις Βρυξέλλες, και άλλαξε και πάλι η κοινωνική σύνθεση των μελών και της ηγετικής ομάδας της ελληνικής παροικίας.
Με την ίδρυση, από τη μία, αρκετών τοπικών συλλόγων στη δεκαετία του 1980 και, από την άλλη, της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων Βελγίου, το 1988, εμφανίστηκαν η εξειδίκευση και ο συγκεντρωτισμός. Σήμερα λειτουργούν, επίσης, αρκετοί ελληνοβελγικοί σύλλογοι διάδοσης των ελληνικών γραμμάτων.
Φωτο και Βίντεο της ,,Μηαχανής του χρόνου,,
ΔΟΡΥΦΟΡΟΣ
χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από το βιβλίο της Λίνα Βεντούρα, ‘Ελληνες μετανάστες στο Βέλγιο, σελ. 169-185, Νεφέλη, Αθήνα, 1999
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.