Το στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ (Buchenwald) ήταν ένα ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης κοντά στο Etterburg που βρίσκεται κοντά στη Βαϊμάρη της Θουριγγίας στη Γερμανία. Το στρατόπεδο αυτό ιδρύθηκε τον Ιούλιο του 1937 και οι κρατούμενοί του χρησιμοποιούνταν ως εργατικό δυναμικό με καταναγκαστική εργασία σε τοπικά εργοστάσια παραγωγής στρατιωτικού εξοπλισμού. Μεταξύ των
ετών 1945 και 1950 το στρατόπεδο χρησιμοποιήθηκε από τις Σοβιετικές δυνάμεις κατοχής.
Η Απελευθέρωση
Επειδή οι Σοβιετικές δυνάμεις, κατά τα τέλη του 1944, προήλαυναν στην Πολωνία, οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τα Στρατόπεδα που είχαν εγκαταστήσει σε πολωνικό έδαφος. Έτσι, στο Μπούχενβαλντ κατέφθασαν, τον Ιανουάριο του 1945, περίπου 10.000 εξαντλημένοι κρατούμενοι, όσοι είχαν επιζήσει από τις πορείες θανάτου στις οποίες εξαναγκάσθηκαν εκκενώνοντας τα Στρατόπεδα του Άουσβιτς και του Γκρος Ρόζεν. Οι συνθήκες στο Στρατόπεδο είχαν χειροτερεύσει πολύ, τόσο λόγω έλλειψης μέσων όσο και λόγω της αυξημένης σκληρότητας που επεδείκνυαν οι SS.
Στις αρχές του Απριλίου του 1945 οι Αμερικανικές δυνάμεις έφθασαν πολύ κοντά στο στρατόπεδο και οι Γερμανοί αποφάσισαν να απομακρύνουν 28.000 κρατουμένους από το κύριο και περίπου 10.000 από τα δευτερεύοντα στρατόπεδα. Οι κρατούμενοι ξεκίνησαν νέα πορεία θανάτου (περίπου το ένα τρίτο από αυτούς βρήκαν τον θάνατο κατά τη διάρκειά της). Η φρουρά του Στρατοπέδου, όμως, είχε εξασθενήσει και έτσι το υποφόσκον κίνημα των κρατουμένων βρήκε ευκαιρία για περισσότερη δράση.
Οι κρατούμενοι είχαν καταφέρει να φτιάξουν ένα μικρό ασύρματο και συνδέθηκαν με την Τρίτη Αμερικανική Στρατιά του Τζορτζ Πάττον και ζήτησαν βοήθεια. Οι Αμερικανοί απάντησαν ότι σπεύδουν προς βοήθεια των κρατουμένων, πράγμα που έκαναν. Καθώς οι αμερικανικές δυνάμεις πλησίασαν στο Στρατόπεδο, οι κρατούμενοι που είχαν ακόμη δυνάμεις στασίασαν και περικύκλωσαν τους πύργους - παρατηρητήρια. Στις 11 Απριλίου οι αμερικανικές δυνάμεις απελευθέρωναν το Στρατόπεδο και έστειλαν όση άμεση ιατρική βοήθεια μπόρεσαν, καθώς οι άνδρες τους έμειναν έκθαμβοι από το δράμα των κρατουμένων που αντίκρισαν.
Όμως στις ιστορικές αναφορές για το Μπούχενβαλτ θα βρεί κανείς και το το 'τερατώδες πείραμα' της «σκύλας του Μπούχενβαλτ», της γυναίκας του ναζιστή διοικητή περιφερόταν γυμνή και εκτελούσε όποιον κρατούμενο την κοιτούσε. Γλίτωσε την εκτέλεση επειδή ήταν έγκυος...
Όμως στις ιστορικές αναφορές για το Μπούχενβαλτ θα βρεί κανείς και το το 'τερατώδες πείραμα' της «σκύλας του Μπούχενβαλτ», της γυναίκας του ναζιστή διοικητή περιφερόταν γυμνή και εκτελούσε όποιον κρατούμενο την κοιτούσε. Γλίτωσε την εκτέλεση επειδή ήταν έγκυος...
Η Κοχ ήταν σύζυγος του ναζιστή διοικητή του κολαστηρίου Μπούχενλβαντ, Καρλ Ότο Κοχ η οποία ήταν απάνθρωπη και σαδίστρια. Ήταν πιο διαβολική και από τους άντρες και διέπραξε θηριωδίες σε βάρος των κρατουμένων. Περιφερόταν στο στρατόπεδο γυμνή καβάλα στο άλογό της με ένα μαστίγιο και όποιος την κοιτούσε εκτελούνταν επί τόπου. Διέταζε τον φόνο των κρατούμενων και την αφαίρεση του δέρματος. Λέγεται ότι διέθετε συλλογή από αμπαζούρ, γάντια και εξώφυλλα βιβλίων από ανθρώπινο δέρμα, ακόμα και ανθρώπινα κρανία. Τελικά, το ζεύγος Κοχ συνελήφθη πρώτα από τους Ναζί για κατάχρηση εξουσίας και υπεξαίρεση χρημάτων, καθώς ζούσαν πλουσιοπάροχα και διέθεταν τραπεζικούς λογαριασμούς στην Ελβετία. Πέρασαν από δίκη στο Μόναχο, ο άντρας της κρίθηκε ένοχος και εκτελέστηκε, ενώ εκείνη αθωώθηκε. Ωστόσο, λίγο αργότερα η Κοχ συνελήφθη από τους Αμερικανούς και καταδικάστηκε σε ισόβια.
Στη συνέχεια, η ποινή της μειώθηκε από το στρατοδικείο των ΗΠΑ με τον Κλέι να δηλώνει ότι ήταν ένας «οικτρός, άθλιος χαρακτήρας που επιδεικνύοντας το αιδοίο της» είχε προκαλέσει «το βαθύ μίσος» των φυλακισμένων που κατέθεσαν εναντίον της. Όπως είπε, τα στοιχεία δεν τον έπεισαν ότι είχε «ενεργό συμμετοχή στα εγκλήματα του Μπούνενβαλτ». Οι ιστορίες περί λαμπατέρ φτιαγμένων από το δέρμα κρατουμένων, πρόσθεσε, διαψεύστηκαν όταν έγινε φανερό ότι ήταν δέρμα κατσίκας».
Η Υπόθεση Κοχ πήρε μεγάλη δημοσιότητα και αποφασίστηκε η διερεύνησή της από μια υποεπιτροπή της Γερουσίας με επικεφαλής τον Χόμερ Φέργκιουσον, γερουσιαστή του Μίσιγκαν.
Στη συνεδρίαση ο Ντένσον επανέλαβε ότι η Κοχ ήταν μια βασανίστρια αμέτρητων κρατούμενων που επιδείκνυε εξαιρετικά σαδιστική συμπεριφορά. Εξήγησε ότι οι ισχυρισμοί πως διάλεγε κρατούμενους για να τους γδάρουν και να χρησιμοποιήσει το δέρμα τους για λαμπατέρ δεν είχαν παίξει ουσιαστικό ρόλο στην απόφασή του, παρόλο που πήραν μεγάλη δημοσιότητα. «Δεν πιστεύω ότι αυτή η κατηγορία ήταν τόσο σημαντική», δήλωσε. «Η ουσία είναι ότι ξυλοκοπούσε κρατούμενους και ότι τους προκαλούσε βάζοντας μετά τους φύλακες να τους χτυπήσουν μέχρι θανάτου. Αυτό ήταν το πραγματικό αίτιο της καταδίκης της». Όταν ρωτήθηκε αν η Κοχ ήταν λιγότερο ένοχη από τους άλλους κατηγορούμενους του Μπούχεβαλντ, ο Ντένσον ανέφερε ότι ο ρόλος της ήταν αυτός της συζύγου του πρώτου διοικητή του στρατοπέδου, κάτι που σήμαινε ότι δεν είχε επίσημα καθήκοντα. «Νομίζω ότι ήταν πιο ένοχη από τους άλλους. Έκανε ό,τι έκανε με δική της πρωτοβουλία είπε: «Δεν υπήρχε λόγος να ασκήσει την εξουσία που ασκούσε…Οι άνθρωποι με τους οποίους μίλησα πίστευαν ότι ο λόγος που καταδικάστηκε σε ισόβια και όχι σε θάνατο ήταν το γεγονός ότι ήταν έγκυος». Ο Γερουσιαστής του Άρκανσο Τζον Μακλίλαν δήλωσε: «Απ΄ όσα γνωρίζω ως τώρα για την υπόθεση θα έπρεπε να πιάσουν αυτή τη γυναίκα και να της σπάσουν τον λαιμό».
Η υποεπιτροπή αποφάνθηκε ότι δεν υπήρχε επαρκής λόγος για τη μείωση της ποινής της Κοχ. Αφού εξέτισε την ποινή τετραετούς φυλάκισης που της είχε επιβάλει ο Κλέι, ένα δικαστήριο της Δυτικής Γερμανίας την καταδίκασε για προτροπή σε φόνο και κακομεταχείριση Γερμανών κρατουμένων και την τιμώρησε με ισόβια κάθειρξη.
Κεκαθαρμένα κεφάλια, κομμάτια δερματοστιξίας και λαμπτήρες που βρέθηκαν στο Μπούχενβαλντ Ο Πέτερ Χάιντερνμπεργκερ, ο νεαρός Γερμανός δημοσιογράφος που είχε καλύψει τις δίκες του Νταχάου πήρε συνέντευξη από την Κοχ στη φυλακή. Ομολόγησε ότι λυπήθηκε λίγο την κοντόχοντρη γυναίκα που κάποτε είχε θεωρηθεί σεξουαλικό τέρας μυθικών διαστάσεων. Χάνοντας την υποτιθέμενη αλλοτινή γοητεία της θύμιζε πλέον «επαρχιώτισσα γραμματέα, λίγο σεξομανή αλλά γενικά άνθρωπος που δεν θα ήθελες να έχεις σχέση μαζί του».
Το 1963 η Κοχ ξεχασμένη σε μεγάλο βαθμό από όλους τους άλλους δέχτηκε στη φυλακή επίσκεψη από τον έφηβο γιο της, τον Ούβε, που μόλις είχε μάθει για τη μητέρα του η οποία ήταν έγκυος σ’ αυτόν όταν δικαζόταν για πρώτη φορά.
Ο Ούβε άρχισε μετά να την επισκέπτεται κατά περιόδους. Το 1967 φτάνοντας στη φυλακή έμαθε ότι η Κοχ είχε κρεμαστεί. Του είχε αφήσει ένα σημείωμα. «Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς», έγραφε. Ο θάνατος είναι για μένα απελευθέρωση».
Πηγή: Οι κυνηγοί των Ναζί: Η καταδίωξη των εγκληματιών του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου...,
και wikipedia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.