Süddeutsche Zeitung «Η Άγκυρα θέλει να συμβιβαστεί με τη γειτονική της Αρμενία και διαπραγματεύεται το άνοιγμα των συνόρων, κυρίως για οικονομικούς λόγους»
Τα γειτονικά κράτη της Τουρκίας και της Αρμενίας, τα οποία έχουν εχθρικές σχέσεις εδώ και δεκαετίες, προσεγγίζουν το ένα το άλλο. Οι κυβερνήσεις των δύο χωρών που δεν διατηρούν διπλωματικές σχέσεις και των οποίων οι σχέσεις είναι ιδιαίτερα επιβαρυμένες από τη Γενοκτονία των Αρμενίων κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, δείχνουν τη διάθεση πλέον να στραφούν στο διάλογο. Οι πρόσφατα ορισθέντες Ειδικοί Απεσταλμένοι της Τουρκίας και της Αρμενίας συναντώνται στη Μόσχα σήμερα για να συζητήσουν για την εξομάλυνση των σχέσεων.
Το πιο σημαντικό θέμα στη συνάντηση που συντόνισε το Κρεμλίνο είναι το άνοιγμα των τουρκο-αρμενικών συνόρων, τα οποία παραμένουν κλειστά από το 1993. Στην ατζέντα βρίσκεται επίσης η δημιουργία χερσαίου διαδρόμου από την Ανατολική Τουρκία με προορισμό το Αζερμπαϊτζάν και διαμέσου της Αρμενίας. Αυτό θα ήταν ένα βήμα που θα μπορούσε να μεταβάλει τη γεωπολιτική κατάσταση στον πληγέντα από την κρίση Νότιο Καύκασο και να διανοίξει οικονομικές ευκαιρίες για όλα τα εμπλεκόμενα κράτη: Για την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν, αλλά και για την Τουρκία και τη Ρωσία. Κυρίως όμως ο διάδρομος θα έδινε στην Άγκυρα πρόσβαση στην Κεντρική Ασία, εκπληρώνοντας ένα τουρκικό όνειρο.
Ο σχεδιαζόμενος «Διάδρομος Sangesur» θα άνοιγε το δρόμο από την Τουρκία προς την Κασπία Θάλασσα και από εκεί προς την Κεντρική Ασία. Αυτό δεν είναι δυνατό χωρίς τη συγκεκριμένη χερσαία σύνδεση: Το Αζερμπαϊτζάν, σύμμαχος της Άγκυρας, δεν έχει κοινά σύνορα με την Τουρκία, σε αντίθεση με τη γειτονική και εχθρική Αρμενία. Μόνο ο θύλακας Nachitschewan του Αζερμπαϊτζάν, ο οποίος βρίσκεται πολύ μακριά από την καρδιά του αρμενικού εδάφους, συνορεύει με την Τουρκία σε μήκος 17 χιλιομέτρων. Ως εκ τούτου, ο διάδρομος είναι απαραίτητος για τη σύνδεση της Τουρκίας με την ενδοχώρα του Αζερμπαϊτζάν.
Από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και μετά, οι Τούρκοι επιδιώκουν να γίνουν ηγέτιδα δύναμη στην Κεντρική Ασία, να αναπτύξουν τόσο μια αγορά όσο και μια ζώνη πολιτικής επιρροής στο ιστορικό «Τουρκεστάν» μέσω μιας σύνδεσης από την Ανατολική Τουρκία και των κρατών του Καυκάσου, Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν, έως την Κασπία Θάλασσα. Από εκεί θα συνεχίζει προς την Κεντρική Ασία και τα τουρκογενή κράτη Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν, Κιργιζία και Καζακστάν. Εάν το εγχείρημα πετύχει, η Τουρκία θα μπορούσε να μεταβληθεί σε σημαντική δύναμη σε μια μεγάλη περιοχή που ελέγχεται από τη Ρωσία.
Στην Άγκυρα ονειρεύονται από καιρό «έναν τουρκικό Δρόμο του Μεταξιού», δηλώνει στη SZ ο Emin Şirin, πρώην βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος AKP του Προέδρου Recep Tayyip Erdoğan και πλέον αρθρογράφος και σχολιαστής στην τηλεόραση. «Η Τουρκία είναι σε θέση να εξασφαλίσει έναν δρόμο προς την Κεντρική Ασία που δεν θα περνά μέσα από τη Ρωσία ή το Ιράν και θα εκτείνεται από την Ανατολία μέχρι το Καζακστάν και τα κινεζικά σύνορα». Τώρα που η «επιτυχής, στρατιωτικά υποστηριζόμενη Εξωτερική Πολιτική της Άγκυρας τα τελευταία χρόνια έχει εξαντληθεί», είναι πλέον καιρός «να επιδιώξουμε το διάλογο σε σχέση με τους στόχους μας στην Εξωτερική Πολιτική», λέει ο Şirin. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Κεντρική Ασία. Το διακύβευμα δεν είναι τα όνειρα της «Μεγάλης Τουρκίας», αλλά τα οικονομικά συμφέροντα: «Η αγορά εκεί έχει τεράστιες προοπτικές».
Οι στρατηγικές φιλοδοξίες της Άγκυρας είναι απίθανο να γίνουν δεκτές με θετική διάθεση στη Μόσχα και την Τεχεράνη. Και τα δύο κράτη, ειδικά η Ρωσία ως διάδοχος της ΕΣΣΔ, έχουν επιρροή και συμφέροντα στον Καύκασο, ο οποίος ήταν μέρος της Σοβιετικής Ένωσης, και στην πρώην σοβιετική Κεντρική Ασία. Το γεγονός ότι η Μόσχα εξακολουθεί να μεσολαβεί στις επικείμενες συνομιλίες μεταξύ Τουρκίας και Αρμενίας έχει να κάνει περισσότερο με το γεγονός ότι η Ρωσία επιδιώκει με αυτόν τον τρόπο να προστατεύσει τα συμφέροντά της στην περιοχή, δηλώνει ο Stefan Meister της Γερμανικής Εταιρείας Εξωτερικής Πολιτικής (DGAP). Άλλωστε, σύμφωνα με τον ειδικό στα θέματα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, το Κρεμλίνο είναι εγγυητής της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός που συνήφθη μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν μετά τον πόλεμο στον Καύκασο το 2020.
Η συμφωνία, η οποία έθεσε τέλος στον πόλεμο για την περιοχή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, προβλέπει επίσης τη δημιουργία του διαδρόμου Sangesur, αλλά υπό την επίβλεψη της Μόσχας. Οι ρωσικές δυνάμεις Ασφαλείας θα εγγυώνται την ελεύθερη διέλευση, και όχι οι τουρκικές. Έτσι, η Άγκυρα θα παραμείνει εξαρτημένη από την καλή θέληση της Μόσχας για το μεγάλο στρατηγικό της έργο.
Η Αρμενία ενδιαφέρεται πολύ για τον διάδρομο και για την προσέγγιση με την Τουρκία. Αφότου έχασε τον πόλεμο στο Καραμπάχ το φθινόπωρο του 2020, η φτωχή χώρα εξαρτάται σχεδόν πλήρως από τη Ρωσία. Η Μόσχα διέσωσε με μια επίδειξη δύναμης το Ερεβάν από την πλήρη ήττα στον πόλεμο. Οικονομικά η Αρμενία είναι απομονωμένη και προμηθεύεται αγαθά μόνον από τη Γεωργία και το Ιράν. Η χώρα χρειάζεται τα ανοιχτά σύνορα με την Τουρκία.
Ο Αρμένιος Πρωθυπουργός Nikol Paschinjan θεωρεί την όλη υπόθεση ευκαιρία, επισημαίνει ο Meister. Ακόμα κι αν ο αρχηγός της αρμενικής κυβέρνησης θεωρείτο πολιτικά τελειωμένος μετά τον χαμένο πόλεμο στο Καραμπάχ, κατόρθωσε να παραμείνει στην εξουσία. Με τον διάδρομο και τα ανοιχτά σύνορα με την Τουρκία, του δίδεται η δυνατότητα να παρουσιάσει στους πολίτες της χώρας του μία επιτυχία, δηλώνει ο Meister. Το Ερεβάν χρειάζεται επειγόντως αντίβαρα έναντι της παντοδύναμης Ρωσίας, «η κυριαρχία της Αρμενίας εξαρτάται από το άνοιγμα των συνόρων με την Τουρκία».
Αλλά τα πράγματα δεν έχουν φτάσει τόσο μακριά ακόμα: Τούρκοι και Αρμένιοι συνδέονται με ένα τραγικό παρελθόν. Κατά την άποψη των Αρμενίων, η δολοφονία από τους Οθωμανούς το 1915 εκατοντάδων χιλιάδων Αρμενίων που ζούσαν στην τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελεί Γενοκτονία. Επί δεκαετίες το Ερεβάν απαιτεί ανεπιτυχώς από την Άγκυρα να παραδεχτεί τη Γενοκτονία. Η Άγκυρα την αρνείται. Μολονότι δεν αμφισβητεί τις «σφαγές» σε βάρος των Αρμενίων, τις χαρακτηρίζει αποτέλεσμα της εξέγερσης Αρμενίων ανταρτών. Οι εξεγερμένοι συνεργάζονταν με τη Ρωσία στο πλαίσιο της αντιπαλότητας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, και οι σφαγές έλαβαν χώρα μέσα στο «χάος του πολέμου» και χωρίς πρόθεση Γενοκτονίας.
Πολλή δουλειά αναμένει επομένως τους Ειδικούς Απεσταλμένους. Η Άγκυρα στέλνει τον Serdar Kılıc, έναν έμπειρο πρώην Πρέσβη, ενώ το Ερεβάν στέλνει τον αντιπρόεδρο του Κοινοβουλίου Ruben Rubinjan. Ως χειρονομία καλής θέλησης πριν από τη συνάντηση στη Μόσχα, το Ερεβάν ήρε το εμπάργκο στις εισαγωγές τουρκικών αγαθών και η Άγκυρα ανακοίνωσε την επανέναρξη των πτήσεων τσάρτερ μεταξύ των δύο κρατών. Το αν αυτή η καλή θέληση είναι αρκετή μένει να φανεί: Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η Τουρκία και η Αρμενία προσέγγισαν και πάλι η μία την άλλη, το άνοιγμα των συνόρων και η συμφιλίωση μεταξύ των δύο χωρών φαινόταν εφικτή. Η προσπάθεια όμως εκείνη απέτυχε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.