Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2022

«Ο σωτήρας της Θεσσαλονίκης»

Süddeutsche Zeitung (Christiane Schlötzer) «Ο Georg Eckert ήταν αξιωματικός της Wehrmacht στην κατεχόμενη Ελλάδα. Άλλαξε κρυφά πλευρά και βοήθησε να σωθεί η πόλη από την καταστροφή. Η ιστορία ενός σχεδόν ξεχασμένου Γερμανό αντιστασιακού»

Ο γεννημένος στο Βερολίνο Georg Eckert έγινε στη μεταπολεμική Γερμανία ένας πολύ σεβαστός επιστήμονας, ένας εκπαιδευτικός και ιστορικός με προσανατολισμό στις μεταρρυθμίσεις, ενώ διετέλεσε και Πρόεδρος της Γερμανικής Επιτροπής της UNESCO. Το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικών Μέσων Leibniz στο Braunschweig ονομάζεται σήμερα Ινστιτούτο Georg Eckert. Ο ίδιος δεν αναφέρθηκε σχεδόν ποτέ στο γεγονός ότι υπήρξε «λιποτάκτης», και μέχρι σήμερα η ιστορία του αποτελεί μέρος ενός σχεδόν ξεχασμένου κεφαλαίου του πολέμου.

Όταν ο τότε 28χρονος Georg Eckert επιβιβάστηκε σε τρένο στο Βερολίνο το πρωί της 11ης Ιουλίου 1941, το ταξίδι του στον πόλεμο αρχικά του φαινόταν σαν εκδρομή. Μετά από τρεις μέρες, τρεις νύχτες και περίπου 2.000 χιλιόμετρα έφτασε στη Θεσσαλονίκη, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας, η οποία είχε καταληφθεί από τη Wehrmacht. Ο Eckert υπηρέτησε ως μετεωρολόγος στον Ναυτικό Μετεωρολογικό Σταθμό Θεσσαλονίκης για τα επόμενα τριάμισι χρόνια. Ο Eckert είχε την αποστολή να παρακολουθεί τον καιρό στο Αιγαίο και να παρέχει την ακριβέστερη δυνατή πρόγνωση.

Ο Eckert εργαζόταν πολύ κοντά στο μεγάλο εβραϊκό νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης με τους περισσότερους από 300.000 τάφους, μερικοί εκ των οποίων από τα τέλη του 15ου αιώνα. Τότε η Θεσσαλονίκη είχε ακόμη το προσωνύμιο «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων». Η εβραϊκή κοινότητα της πόλης ήταν μια από τις πιο σημαντικές στην πρώην Οθωμανική Αυτοκρατορία, καθώς εκεί βρήκαν καταφύγιο οι Σεφαραδίτες Εβραίοι που είχαν εκδιωχθεί από την Καθολική Ισπανία το 1492. Το Δεκέμβριο του 1942, το νεκροταφείο καταστράφηκε ολοσχερώς με εντολή του διαβόητου Γερμανού Διοικητή Max Merten. Ο Eckert δεν έγραψε τίποτα γι’ αυτό στις πολλές επιστολές προς τη σύζυγό του Magda στο Βερολίνο. Οι επιστολές διαβάζονταν από τους λογοκριτές και η κριτική θα μπορούσε, στη χειρότερη περίπτωση, να τιμωρηθεί με θάνατο ως «υπονόμευση της δράσης του στρατεύματος». Σίγουρα αυτός ήταν επαρκής λόγος για να συγκρατηθεί.

Η καταστροφή του τεράστιου ταφικού χώρου δεν πρέπει να πέρασε απαρατήρητη από τον Eckert. Οι μαρμάρινες στήλες χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή κολυμβητηρίου από τους κατακτητές ή στα πεζοδρόμια. Η Ελληνίδα ιστορικός Ρένα Μόλχο, η οποία κατάγεται από τη Θεσσαλονίκη, ανακάλυψε δεκαετίες αργότερα επιτύμβιες στήλες σε μπαρ και ιδιωτικά κτίρια που χρησιμοποιήθηκαν ως διακόσμηση. Σήμερα το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο είναι κτισμένο πάνω στο πρώην νεκροταφείο.

Είναι ο δραματικός παραλληλισμός των γεγονότων που κάνει κάποιον να κρατάει την ανάσα όταν διαβάζει τη βιογραφία του Eckert που έχει συγγράψει η Heike Christina Mätzing: Από τη μια είναι η καθημερινότητα του αξιωματικού της Wehrmacht, του «μετεωρολόγου» και παράλληλα η λειτουργία της μηχανής εξόντωσης των Εβραίων της Θεσσαλονίκης που δρούσε με ολοένα και μεγαλύτερη ταχύτητα. Η εβραϊκή κοινότητα ταπεινώθηκε, στερήθηκε των δικαιωμάτων και των περιουσιών της. Όλοι οι άντρες μεταξύ 18 και 45 ετών κλήθηκαν να παρουσιαστούν στην Πλατεία Ελευθερίας ένα Σάββατο του Ιουλίου του 1942, εξαναγκάστηκαν να σταθούν όρθιοι επί ώρες στην απίστευτη ζέστη και να κάνουν γυμναστικές ασκήσεις υπό τα ειρωνικά σχόλια των κατακτητών. Η Ελληνίδα συγγραφέας Νίνα Ναχμία έγραψε ότι «Έλληνες κατάσκοποι» και «αξιοπρεπείς» Γερμανίδες «δεσποινίδες» συνόδευσαν με χειροκροτήματα τις εκδηλώσεις «από τα μπαλκόνια των γύρω σπιτιών».

Από τον Μάρτιο έως τον Αύγουστο του 1943, οι σχεδόν 50.000 Εβραίοι που είχαν παραμείνει στη Θεσσαλονίκη και δεν είχαν καταφέρει να διαφύγουν οδηγήθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης με 19 εμπορικά τρένα. Η ιστορικός Μόλχο αναφέρει: «Από τα 46.061 άτομα, 37.387 δολοφονήθηκαν σε θαλάμους αερίων μόλις έφτασαν στο Birkenau». Οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους πέθαναν αργότερα στο Auschwitz. Ελάχιστοι επέζησαν, και ακόμη λιγότεροι επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη.

Μερικές από τις επιστολές του προς τη Γερμανία δίνουν τουλάχιστον μια ιδέα ότι ο Eckert δεν έμεινε ανεπηρέαστος από αυτό που συνέβη. «Αν κερδίσουμε τον πόλεμο, θα είναι αδύνατο να επιστρέψουμε στον αστικό τρόπο ζωής», έγραψε τον Νοέμβριο του 1942. Τον Μάρτιο του 1944 ήταν βέβαιος ότι η Γερμανία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια στρατιωτική και ηθική καταστροφή. Μετά το τέλος του πολέμου, η χώρα του θα πρέπει πρώτα να ανακτήσει «το σεβασμό των άλλων λαών», είπε σε ένα έμπιστό του πρόσωπο στη Θεσσαλονίκη.

Το συναισθηματικό δέσιμο του Eckert με την κατεχόμενη χώρα έχει ήδη αλλάξει ριζικά, τόσο που σκέφτεται να ζήσει και να εργαστεί στη Θεσσαλονίκη μετά τον πόλεμο. Αυτό οφείλεται στις προσωπικές συναντήσεις και τις βαθιές φιλίες με τους Έλληνες. Αυτοί οι φίλοι του προσέφεραν βαθιές γνώσεις για την καθημερινή ζωή στην Ελλάδα και για τη δυστυχία της Κατοχής. Βίωσε πώς λιμοκτονούσαν οι Έλληνες, έμαθε για τους φόβους τους. Οι φίλοι τον έφεραν τελικά σε επαφή με την αριστερή ελληνική Αντίσταση, με τον αντάρτικο στρατό του ΕΛΑΣ.

Ο Eckert πήρε τότε μια απόφαση που ήταν τόσο σοβαρή, όσο και θαρραλέα. Λίγο πριν την αποχώρηση της Wehrmacht προσχώρησε στον ΕΛΑΣ μαζί με μια μικρή ομάδα Γερμανών έμπιστων. Έγινε λιποτάκτης. Αν συλλαμβανόταν, θα ήταν αντιμέτωπος με το θάνατο. Το δελτίο ταυτότητας που εκδόθηκε στον Eckert από τον ΕΛΑΣ φέρει ημερομηνία 18 Νοεμβρίου 1944. Δεν ήταν σε καμία περίπτωση ο μόνος Γερμανός που αποτόλμησε αυτό το βήμα στην Ελλάδα. Δεν υπάρχουν ακριβή νούμερα, όμως ο δημοσιογράφος και ειδικός σε θέματα Ελλάδας Eberhard Rondholz εκτιμά ότι ήταν μερικές εκατοντάδες. Ο Eckert διαδραμάτισε όμως και έναν ιδιαίτερο ρόλο: Σε συνεννόηση με τους αντάρτες χρησιμοποίησε την επιρροή του, την οποία προφανώς εξακολουθούσε να έχει ως αξιωματικός της Wehrmacht με βαθμό Ταγματάρχη, για να αποτρέψει την περαιτέρω καταστροφή της Θεσσαλονίκης από τους υποχωρούντες κατακτητές. Σε αντάλλαγμα, ο ΕΛΑΣ δεν θα προέβαινε σε επιθέσεις εις βάρος των ηττημένων γερμανικών στρατευμάτων. Αυτό ανέφεραν αργότερα και ελληνικές πηγές.

Ωστόσο, η αποχώρηση δεν έγινε αθόρυβα: Δεξαμενές πετρελαίου τυλίχθηκαν στις φλόγες, πλοία βυθίστηκαν. Όμως, ζωτικής σημασίας υποδομές, όπως ο σταθμός ηλεκτροπαραγωγής, η ύδρευση και μια σημαντική αποβάθρα στο λιμάνι διασώθηκαν, «ως αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων του Eckert με την ΕΛΑΣ», υποστηρίζει η Mätzing.

Ο Eckert παρέμεινε στενός φίλος μέχρι τον θάνατό του με τον σύνδεσμό του με την κομμουνιστική Αντίσταση, Γιώργο Δημητράκο, ο οποίος αργότερα έγινε Διευθυντής της Γερμανικής Σχολής στην Αθήνα. Όμως ο Eckert δεν μίλησε ποτέ στη Γερμανία για τη συμμετοχή του στην ελληνική Αντίσταση -με εξαίρεση τη «Διαδικασία Αποναζιστοποίησης». Τότε παρουσίασε επιστολές Ελλήνων φίλων του, όπως ο τότε Διευθυντής της Πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης Θεσσαλονίκης, οι οποίοι βεβαίωναν τη δράση του στην Αντίσταση: «Πάνω από 20 Έλληνες φυλακισμένοι σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης» του οφείλουν τη ζωή τους.

Όταν η Mätzing πήρε συνέντευξη από πρώην μαθητές του Eckert στο πλαίσιο της έρευνάς της για τη βιογραφία του και τους μίλησε για την εποχή του στην Ελλάδα, όλοι εξεπλάγησαν: «Έπεσαν από τα σύννεφα». Γιατί ο άνθρωπος, ο οποίος αποτέλεσε πρότυπο για πολλούς από τους μαθητές του, σιωπούσε για την περίοδο στη Θεσσαλονίκη; «Δεν ήθελε να θέσει σε κίνδυνο τους Έλληνες φίλους του», λέει η Mätzing. Στην Ελλάδα, τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ακολούθησε ένας αιματηρός εμφύλιος, αριστερές και συντηρητικές αντιστασιακές ομάδες πολεμούσαν μεταξύ τους για σχεδόν τέσσερα χρόνια. Ο Eckert δεν θέλησε να βρεθεί εγκλωβισμένος ανάμεσα στα δύο αυτά μέτωπα στην Ελλάδα. Τελικά εγκατέλειψε τον ΕΛΑΣ και στράφηκε στους Βρετανούς τον Φεβρουάριο του 1945, ελπίζοντας να επιστρέψει στη Γερμανία όσο το δυνατόν γρηγορότερα και με ασφάλεια.

Όμως ο Eckert είχε και άλλους λόγους που τον υποχρέωσαν να σιωπήσει. Φοβόταν για τη φήμη του. Το κοινωνικό κλίμα στη μεταπολεμική Γερμανία σφραγίστηκε από τον Ψυχρό Πόλεμο. Επιπλέον, τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο, βίωσε φοιτητές στο Braunschweig που εξέφραζαν και πάλι ξεκάθαρα τον ακροδεξιό εξτρεμισμό. Από μια συνομιλία που κρυφάκουσε κατέγραψε την πρόταση: «Στο Γ’ Ράιχ δολοφονήθηκαν οι λάθος άνθρωποι, δεν έπρεπε να επιβιώσει η δημοκρατική διανόηση!».

Ο Eckert έγινε μέλος του SPD, όπως ήταν και πριν από το 1933. Οι γονείς του ήταν αριστεροί φιλελεύθεροι άνθρωποι και ως μαθητής συμμετείχε στη Σοσιαλιστική Εργατική Νεολαία. Μετά την απαγόρευση του SPD το 1933, προσχώρησε σε αυτό που αργότερα περιέγραψε ως καμουφλάζ, στην Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανική Φοιτητική Ένωση και το 1937 στο NSDAP. Ήταν πραγματικά απλώς κάλυψη για τις παράνομες δραστηριότητές του; Ή δεν ήθελε να βάλει εμπόδια στην προοπτική ακαδημαϊκής καριέρας ασκώντας ανοιχτή κριτική στο καθεστώς; Ο Mätzing θεωρεί ότι ο Eckert κινείτο μεταξύ «προσαρμογής στις συνθήκες και αντίστασης».

Όταν ο Eckert πέθανε τον Ιανουάριο του 1974, σε ηλικία μόλις 61 ετών, ήταν ένας άνθρωπος μεγάλου κύρους. Οι εμπειρίες στην Ελλάδα τον είχαν ωθήσει με πολλούς διαφορετικούς τρόπους να εργαστεί για την κατανόηση μεταξύ των λαών της Ευρώπης. Το Ινστιτούτο που ίδρυσε συνέβαλε καθοριστικά στην εξάλειψη των στερεοτύπων και των εχθρικών περιγραφών από τα προγράμματα σπουδών και τα σχολικά βιβλία σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Ο Eckert ξεκίνησε ακούραστα τη διοργάνωση Συνεδρίων για τα σχολικά βιβλία σε συνεργασία με δασκάλους από τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, την Πολωνία, τη Δανία, τη Νορβηγία, την Αυστρία και ακόμη και την τότε Γιουγκοσλαβία. Η Ελλάδα δεν περιλαμβάνεται στις χώρες αυτές. Μήπως επειδή προτίμησε τη σιωπή για το παρελθόν του;

Ίσως και να μην είχε τη δυνατότητα να συνεργαστεί με τους κατάλληλους συνεργάτες στην Ελλάδα. Το 1967 οι συνταγματάρχες κατέλαβαν την εξουσία μετά από πραξικόπημα και μόλις το 1974 η χώρα έγινε ξανά Δημοκρατία. Ο Eckert πλέον όμως δεν ήταν στη ζωή. Ο Rondholz ανακάλυψε ότι ο Eckert και ο φίλος του από τις ημέρες της αντίστασης, Γιώργος Δημητράκος, σκέφτονταν λίγο πριν τον θάνατο του Eckert να οργανώσουν Συνέδριο για τα σχολικά βιβλία. Εκείνη την εποχή μάλλον δεν φοβόταν ότι θα του ασκηθεί έντονη κριτική στη Γερμανία, καθώς οι παλιοί ναζί που κατείχαν θέσεις εξουσίας ή είχαν συνταξιοδοτηθεί ή δεν ήταν πια στη ζωή. Ο Δημητράκος αναφέρθηκε στο ζήτημα μόλις το 1988 μιλώντας στην εφημερίδα Εθνική Αντίσταση.

Τον προηγούμενο χρόνο είχε διοργανωθεί στο Πολεμικό Μουσείο στην Αθήνα μια έκθεση αφιερωμένη στην αντίσταση των Γερμανών στρατιωτών στην Ελλάδα, ένα κεφάλαιο που ήταν σε μεγάλο βαθμό άγνωστο εκείνη την εποχή. Ο ρόλος του Eckert τεκμηριώθηκε και στο πλαίσιο της έκθεσης αυτής, η οποία απετέλεσε μέρος ενός μεγαλύτερου σχεδίου του Ινστιτούτου Εξωτερικών Σχέσεων με στόχο να παρουσιαστεί στον κόσμο από το Όσλο μέχρι το Παρίσι μια «διαφορετική Γερμανία». Η έκθεση στην Αθήνα οργανώθηκε από τον εξέχοντα Ελληνο-γερμανό ιστορικό Hagen Fleischer και προβλήθηκε μόνο στην Ελλάδα, θυμάται ο Rondholz.

Στη Γερμανία οι λιποτάκτες έπρεπε να περιμένουν τον Μάιο του 2002 για να ανακαλέσει το Bundestag όλες τις δικαστικές αποφάσεις των ναζί. Πολλοί από τους κατηγορηθέντες δεν ήταν πλέον στη ζωή.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.