DIE WELT: Το άρθρο γνώμης του Αλέξανδρου Κρητικού, μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας (DIW) στο Βερολίνο και καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Potsdam,:
Τις τελευταίες εβδομάδες, πολλά μέλη της γερμανικής κυβέρνησης επισκέφτηκαν την Ελλάδα. Τον Ιούνιο, ο Καγκελάριος Olaf Scholz πέρασε από τη Θεσσαλονίκη, λίγο αργότερα ο Υπουργός Οικονομικών Christian Lindner πραγματοποίησε επίσκεψη στην Αθήνα –την πρώτη επίσκεψη Γερμανού Υπουργού Οικονομικών εδώ και οκτώ χρόνια. Και πρόσφατα η Υπουργός Εξωτερικών Annalena Baerbock αναπλήρωσε το ταξίδι της στην Ελλάδα, το οποίο είχε ακυρωθεί τον Ιούνιο λόγω της προσβολής της από τον κορωνοϊό.
Η χώρα δεν λάμβανε τόση προσοχή ακόμη και στις πιο σκοτεινές μέρες της ελληνικής οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Οι επισκέψεις καταδεικνύουν τη νέα στρατηγική σημασία της Ελλάδας εντός της ΕΕ. Η Ελλάδα γίνεται ολοένα και πιο σημαντικό προκεχωρημένο φυλάκιο προστασίας των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ. Αυτά που μέχρι τώρα θεωρούνταν ζητήματα Πολιτικής Προστασίας μετατρέπονται ολοένα και περισσότερο σε στρατιωτική απειλή, δεδομένων των ολοένα και πιο επιθετικών τόνων της Τουρκίας και των προκλήσεων του αυταρχικού Προέδρου της Recep Tayyip Erdogan.
Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι η Baerbock συνδύασε το ταξίδι της στην Ελλάδα με μια επίσκεψη στην Τουρκία. Τα τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη συχνά πετούν σε χαμηλό ύψος πάνω από ελληνικά νησιά, περιφρονώντας τον ελληνικό εναέριο χώρο.
Ο Erdogan απειλεί σε μόνιμη βάση τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ με την πολεμική του ρητορική, η οποία έχει επανειλημμένα οδηγήσει σε στρατιωτικές επιχειρήσεις όπως στο Ιράκ ή τη Συρία, με τα μηνύματα του ότι πρέπει να συμφωνηθεί η ΑΟΖ με τη Λιβύη με μια μορφή που θα αγνοεί εντελώς τα ελληνικά νησιά που βρίσκονται ενδιάμεσα, όπως η Κρήτη ή η Ρόδος. Ή με το αίτημά του για αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νήσων στα ανοιχτά της τουρκικής ηπειρωτικής χώρας, τα οποία ο Erdogan έχει επανειλημμένα απειλήσει ανοικτά ότι θα τα κατακτήσει.
Ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων πολιτών βλέπει τον Ερντογάν ως τον Putin της περιοχής. Στην Ελλάδα αυξάνονται καθημερινά οι ανησυχίες για στρατιωτική επίθεση από την Τουρκία. Τουλάχιστον η ελληνική κυβέρνηση αντιδρά σε αυτές τις προκλήσεις κατά τρόπο που οδηγεί σε αποκλιμάκωση. Ωστόσο, με τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία, οι αναστολές για την έναρξη ενός πολέμου στην Ευρώπη είναι πιθανό να έχουν μειωθεί και τα κράτη-μέλη της ΕΕ πρέπει να αναδιαμορφώσουν την πολιτική τους έναντι των γειτονικών τους χωρών. Η Γερμανία και η Ελλάδα διαδραματίζουν με διαφορετικούς τρόπους ρόλο-κλειδί.
Στο πρόσφατο παρελθόν, η Ελλάδα ήταν σε θέση να βασιστεί πρωτίστως στη στρατιωτική υποστήριξη από τη Γαλλία και τις ΗΠΑ. Σε προηγούμενες διαμάχες –για παράδειγμα κατά τις αντιπαραθέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στο Ανατολικό Αιγαίο το καλοκαίρι του 2020- η Γερμανία λειτουργούσε πάντοτε πιο πολύ ως ουδέτερος μεσολαβητής λόγω των στενών οικονομικών της δεσμών με την Τουρκία.
Στην Αθήνα δυσκολεύονται να κατανοήσουν γιατί η Γερμανία δεν υποστήριξε πλήρως το κράτος-μέλος της ΕΕ Ελλάδα, όταν απειλήθηκαν τα σύνορά της. Η γερμανική θέση θα πρέπει να αναθεωρηθεί, δεδομένου του νέου δόγματος που εισήγαγε η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση για μία Εξωτερική Πολιτική που θα βασίζεται σε αξίες.
Η Γερμανία είναι ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας και ένας από τους σημαντικότερους ξένους επενδυτές και επομένως –όπως και στις σχέσεις της κατά το παρελθόν με τη Ρωσία– διατηρεί σημαντικά ίδια συμφέροντα. Στο μέλλον, αυτά τα ίδια συμφέροντα θα μπορούσαν να σταθούν εμπόδιο στην ενιαία στάση της ΕΕ σε περίπτωση τουρκικής επιθετικότητας προς την ΕΕ.
Από αυτή την άποψη είναι δικαιολογημένο το ερώτημα, ποια στάση θα κρατήσει η Γερμανία στο μέλλον απέναντι στην Τουρκία και σε σχέση με την Ελλάδα. Δεν είναι καιρός να δοθεί το μήνυμα ότι οι εμπορικές σχέσεις με κράτη που διοικούνται αυταρχικά, στα οποία αναμφίβολα συγκαταλέγεται η Τουρκία, θα πρέπει να τείνουν να περιορίζονται;
Οι πρόσφατες εμπειρίες με άλλα αυταρχικά διοικούμενα κράτη, με τα οποία η Γερμανία είχε δημιουργήσει σχέσεις εξάρτησης, συζητούνται αυτήν την περίοδο με κριτική διάθεση στη γερμανική δημόσια σφαίρα και συνηγορούν υπέρ των περιορισμών και έναντι της Τουρκίας. Η Υπουργός Εξωτερικών Baerbock έστειλε σαφή μηνύματα κατά την επίσκεψή της: Καταδίκασε τις στρατιωτικές απειλές της Τουρκίας και επαίνεσε την προθυμία της Ελλάδας να συμμετάσχει στο διάλογο.
Κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα στα μέσα Ιουνίου, ο γερμανός Υπουργός Οικονομικών τόνισε ότι η Γερμανία δεν θα δεχτεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση η εθνική κυριαρχία των χωρών-εταίρων στην ΕΕ. Εξίσου σημαντική ήταν η δήλωσή του ότι ήρθε η ώρα για την Ελλάδα να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στην ανάπτυξή της. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και το γεγονός ότι επιτέλους αναπτύσσονται και πάλι οι εμπορικές σχέσεις Γερμανίας-Ελλάδας, οι οποίες είχαν υποχωρήσει σημαντικά κατά τα χρόνια της κρίσης.
Αυτές οι σχέσεις θα πρέπει τώρα να ενισχυθούν περαιτέρω και να εξελιχθούν σε στρατηγική εταιρική σχέση. Οι πρώτες προϋποθέσεις προς αυτήν την κατεύθυνση έχουν δημιουργηθεί: Από τη μία πλευρά, η συντηρητική κυβέρνηση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη ξεκίνησε την από πολύ καιρό εκκρεμούσα διαδικασία υλοποίησης μεταρρυθμίσεων, με αποτέλεσμα να αυξηθούν και οι άμεσες γερμανικές επενδύσεις στην Ελλάδα, π.χ. στους τομείς των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας ή της Πληροφορικής.
Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα μπορεί να γίνει σήμερα ένας νέος κόμβος στη διανομή Ενέργειας στην περιοχή, ειδικά σε ό,τι αφορά την τροφοδοσία Ηλεκτρικής Ενέργειας και φυσικού αερίου. Σύντομα θα μεταφέρεται Ηλεκτρική Ενέργεια μέσω υποθαλάσσιου καλωδίου και υγροποιημένο φυσικό αέριο από την Αίγυπτο και το Ισραήλ.
Αυτά τα βήματα, καθώς και η μακροπρόθεσμη εξασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους, απέδωσαν και με άλλους τρόπους: Η ΕΕ μόλις τερμάτισε το «Πρόγραμμα για την Αυξημένη Δημοσιονομική Επιτήρηση της Ελλάδας» και το μετέτρεψε σε «κανονικό Πρόγραμμα Επιτήρησης». Μετά από 12 χρόνια, η Ελλάδα βγήκε από την κατάσταση κρίσης. Οι ανησυχίες ότι τα ελληνικά Δημόσια Οικονομικά θα ξαναγίνουν επιβαρυντικός παράγοντας, δεδομένης και της αύξησης των επιτοκίων, είναι προς το παρόν αδικαιολόγητες, σε αντίθεση με την Ιταλία.
Η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική: Το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού δημοσίου χρέους συνδέεται με πολύ χαμηλά επιτόκια και το πραγματικό δημόσιο χρέος της Ελλάδας συρρικνώνεται λόγω της απότομης αύξησης του πληθωρισμού. Με άλλα λόγια, γίνεται ολοένα και πιο ρεαλιστικό το ενδεχόμενο να είναι σε θέση η Ελλάδα να εξυπηρετεί και στο απώτερο μέλλον το παλιό της δημόσιο χρέος, το οποίο σήμερα ανέρχεται σε περίπου 200% του ΑΕΠ. Και νέο δημόσιο χρέος αυτή τη στιγμή η Ελλάδα καταβάλλει προσπάθειες να μη δημιουργεί.
Παρά την πρόοδο, οι μεταρρυθμίσεις απέχουν ακόμη πολύ από το να φτάσουν εκεί που ήθελε η ελληνική κυβέρνηση, όταν ανέλαβε τα καθήκοντά της πριν από τρία χρόνια. Το ελληνικό σύστημα Καινοτομίας, η ποιότητα των ρυθμίσεων και των γραφειοκρατικών διαδικασιών και κυρίως η Δικαιοσύνη εξακολουθούν να βρίσκονται κάτω από τον μέσο όρο σε σύγκριση με την ΕΕ.
Και έτσι ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών ενθάρρυνε τους Έλληνες εταίρους του να συνεχίσουν τη μεταρρυθμιστική διαδικασία, παρ’ όλες τις παγκόσμιες πολιτικές αντιξοότητες, ενώ προσέφερε την υποστήριξή του.
Υπάρχουν λοιπόν πολλά που θα πρέπει να συζητηθούν μεταξύ της γερμανικής και της ελληνικής κυβέρνησης. Και είναι καλό το ότι ο δασκαλίστικος τόνος που έχει επανειλημμένα υιοθετήσει η Γερμανία τα τελευταία δέκα χρόνια ανήκει πλέον στο παρελθόν. Και αυτή είναι μια ακόμα σημαντική προϋπόθεση για μια στρατηγική εταιρική σχέση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.