Με τη λήξη του αυστηρού δημοσιονομικού ελέγχου («Ενισχυμένη Επιτήρηση»), η ελληνική κυβέρνηση θα έχει από την ερχόμενη εβδομάδα μεγαλύτερα περιθώρια λήψης αποφάσεων. Η Οικονομική και Δημοσιονομική Πολιτική δεν θα καθορίζεται πλέον στις Βρυξέλλες, αλλά στην Αθήνα -αν και αυτό θα γίνεται στο πλαίσιο των κανόνων που έχει θέσει ΕΕ για τη σταθερότητα των Δημόσιων Οικονομικών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βάζει με αυτόν τον τρόπο μια επίσημη τελεία στην κρίση χρέους που έφερε τη χώρα στο χείλος της χρεοκοπίας την άνοιξη του 2010. Η Ελλάδα διασώθηκε με το μεγαλύτερο δανειακό πρόγραμμα στη διεθνή οικονομική Ιστορία.
Κανείς δεν μιλά πια για «Grexit», για έξοδο της Ελλάδα από τη Νομισματική Ένωση. Όμως θα χρειαστεί πολύ περισσότερος χρόνος ακόμα για να ξεπεραστούν οι συνέπειες της κρίσης. «Μετά από δώδεκα χρόνια, ένα δύσκολο κεφάλαιο για το έθνος μας φτάνει στο τέλος του», σχολίασε ο Υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας. Η διαδικασία της επιτήρησης προέβλεπε τριμηνιαίες επισκοπήσεις της οικονομικής κατάστασης της χώρας και την υλοποίηση ατζέντας μεταρρυθμίσεων. Αυτή η παρακολούθηση είχε ως στόχο να βοηθήσει στον εντοπισμό και τη διόρθωση πιθανών ανεπιθύμητων εξελίξεων σε πρώιμο στάδιο.
Κατά την άποψη της Ευρωπαϊκή Επιτροπής στις Βρυξέλλες, αυτό προφανώς πέτυχε. Τώρα η Επιτροπή δηλώνει επαινετικά ότι «η ανθεκτικότητα της Οικονομίας έχει βελτιωθεί σημαντικά» ως αποτέλεσμα των ελληνικών μεταρρυθμιστικών προσπαθειών, ενώ και ο κίνδυνος που απέρρεε από την Ελλάδα για την Ευρωζώνη «έχει μειωθεί σημαντικά».
Από την άνοιξη του 2010 έως τον Αύγουστο του 2018, διεθνής οικονομική βοήθεια ύψους 278 δις Ευρώ διοχετεύτηκε στην Ελλάδα. Τα δάνεια διέσωσαν τη χώρα από τη χρεοκοπία. Τα προγράμματα βοήθειας έληξαν τον Αύγουστο του 2018. Έκτοτε, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να αναχρηματοδοτείται από την Κεφαλαιαγορά. Όμως οι Έλληνες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τις συνέπειες της οκταετούς κρίσης. Μεταξύ 2008 και 2015, η χώρα τους έχασε σχεδόν το 28% του ΑΕΠ της. Σήμερα η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος και ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας στην ΕΕ. Η Οικονομία ανακάμπτει μεν, αλλά δεν έχει φτάσει ακόμη στα προ κρίσης επίπεδα. Πέρυσι, το ελληνικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 8,3%. Για φέτος, η Επιτροπή της ΕΕ αναμένει ανάπτυξη 4%. Αν συμβεί αυτό, το ΑΕΠ θα αυξηθεί στα σχεδόν 190 δις Ευρώ. Ωστόσο, θα εξακολουθεί να είναι πολύ κάτω από το προ κρίσης επίπεδο των 242 δις Ευρώ.
Η Ελλάδα είναι σε θέση να επιδείξει τη μεγαλύτερη πρόοδο στην εξυγίανση του προϋπολογισμού -ακόμα κι αν η πανδημία και η ενεργειακή κρίση έχουν φέρει τη χώρα πίσω σε δημοσιονομικό επίπεδο, όπως σχεδόν όλες τις χώρες της Ε.Ε. Αρχικά το κράτος εκταμίευσε δισεκατομμύρια Ευρώ το 2020 για να στηρίξει τις επιχειρήσεις που επλήγησαν από το Lockdown και να διασφαλίσει θέσεις εργασίας, τώρα ο Υπουργός Οικονομικών της Αθήνας καλείται να αναζητήσει κεφάλαια στα κρατικά ταμεία για να μετριάσει τις συνέπειες της έκρηξης των τιμών της Ενέργειας για πολίτες και επιχειρήσεις.
Φέτος, λοιπόν, ο πρωτογενής ισολογισμός του προϋπολογισμού θα κλείσει με έλλειμμα 2% του ΑΕΠ. Αλλά το επόμενο έτος η Ελλάδα θέλει να επιστρέψει στον δρόμο της δημοσιονομικής αρετής και να έχει πλεόνασμα 1%. Το 2023 το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να αυξηθεί στο 2,1% και το 2025 στο 2,4%. Τα πλεονάσματα είναι σημαντικά για να μπορέσει η Ελλάδα να αποπληρώσει το υψηλό δημόσιο χρέος της. Στο τέλος του τρέχοντος έτους, ο δείκτης του δημοσίου χρέους αναμένεται να μειωθεί στο 180% και το 2025 να πέσει κάτω από το όριο του 150% για πρώτη φορά από την έναρξη της κρίσης χρέους. Δεν είναι μόνον η ανάπτυξη που βοηθά στη μείωση του χρέους, αλλά βραχυπρόθεσμα και ο πληθωρισμός, καθώς μειώνει την πραγματική αξία του χρέους. Ακόμα κι αν η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο δείκτη χρέους στην ΕΕ, ο κίνδυνος να αμφισβητηθεί η βιωσιμότητά του θεωρείται χαμηλός. Ο Klaus Regling, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Ταμείου Σταθερότητας ESM, του μεγαλύτερου πιστωτή της Ελλάδας, θεωρεί ότι το χρέος είναι βιώσιμο, ακόμη και αν αυξηθούν τα βασικά επιτόκια. Ο λόγος έγκειται στη δομή του χρέους της χώρας: Τα 3/4 των υποχρεώσεων ανήκουν σε δημόσιους πιστωτές, όπως ο ESM. Η Ελλάδα έχει τη μεγαλύτερη μέση διάρκεια αποπληρωμής του δημοσίου χρέους από όλες τις χώρες της ΕΕ (20 χρόνια), το μέσο επιτόκιο είναι 1,4%. Επιπλέον, το μεγαλύτερο μέρος του χρέους είναι εξασφαλισμένο με χρηματοπιστωτικά μέσα.
Οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης έχουν ήδη επιβραβεύσει τη μεταρρυθμιστική πρόοδο της Ελλάδας με αρκετές αναβαθμίσεις. Η χώρα πιθανώς να επιτύχει το επόμενο έτος την πολυπόθητη πιστοποίηση «Investment Grade» και έτσι να επιστρέψει στην ομάδα των χωρών -οφειλετών, στις οποίες αξίζει κανείς να επενδύσει, όπως συνέβαινε μέχρι το τέλος του 2009. Αυτό θα διευκολύνει την αναχρηματοδότηση από τον Υπουργό Οικονομικών, διότι θα καταστήσει τα ελληνικά χρεόγραφα ελκυστικά σε διαχειριστές Ταμείων που δεν μπορούσαν να τα αγοράσουν λόγω της κακής τους αξιολόγησης.
Ωστόσο, η ολοκλήρωση της ενισχυμένης επιτήρησης δεν σημαίνει και το τέλος των ελέγχων. Η εποπτεία θα συνεχιστεί έως ότου αποπληρωθούν τα 3/4 των δανείων ενίσχυσης που χορηγήθηκαν. Σύμφωνα με το πρόγραμμα, αυτό δεν θα συμβεί πριν το 2059.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.