«Πριν από εκατό χρόνια, η Σμύρνη καταλήφθηκε από τα κεμαλικά στρατεύματα. Τουλάχιστον 150.000 Έλληνες και Αρμένιοι χάθηκαν στις φλόγες, πνίγηκαν ή δολοφονήθηκαν»
Το εκτενές άρθρο της φιλολόγου, κοινωνιολόγου και συγγραφέως Tessa Hofmann- Savvidis, εκπροσώπου του Σωματείου Οικονομικής Ενίσχυσης του Οικουμενικού Μνημείου Θυμάτων Γενοκτονίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (Fördergemeinschaft für eine Ökumenische Gedenkstätte für Genozidopfer im Osmanischen Reich e.V. - FÖGG) αναφέρει, μεταξύ άλλων:
Περισσότεροι από 3 εκ. αυτόχθονες χριστιανοί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στο προσωρινά κατεχόμενο βορειοδυτικό Ιράν έχασαν τη ζωή τους κατά την όψιμη Οθωμανική Περίοδο, πέφτοντας θύματα των σφαγών, των πορειών θανάτου και της καταναγκαστικής εργασίας. Η κατάληψη και η λεηλασία των χριστιανικών συνοικιών στην Σμύρνη πριν από 100 χρόνια σηματοδότησε το τέλος μιας δεκαετίας γενοκτονικών εγκλημάτων υπό τους Νεότουρκους και την εθνικιστική αντιπολίτευση που ιδρύθηκε από τον Mustafa Kemal Atatürk το 1919.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν σε πόλεμο σχεδόν αδιάκοπα από το 1912: Μετά τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους ακολούθησε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και, από τον Μάιο του 1919, πολεμούσε κατά των συμμάχων-νικητών και των ελληνικών δυνάμεων, τα οποία στην περιοχή της Σμύρνης προστάτευαν τον χριστιανικό πληθυσμό για λογαριασμό των κουρασμένων από τον πόλεμο κρατών της Entente. Σύντομα όμως προχώρησαν από εκεί στο εσωτερικό της χώρας, φτάνοντας σχεδόν μέχρι την Άγκυρα.
Η κρατική και στρατιωτική ηγεσία της Ελλάδας επεδίωκε την υλοποίηση της αλυτρωτικής «Μεγάλης Ιδέας». Από τουρκικής σκοπιάς, το κίνημα του Mustafa Kemal αποτελούσε αντιιμπεριαλιστικό αγώνα. Στην αποφασιστική μάχη του Dumlupinar στα τέλη Αυγούστου του 1922, οι δυνάμεις του διέσπασαν τη γραμμή του ελληνικού μετώπου, μήκους σχεδόν 500 χιλιομέτρων. Οι μισοί από τους 225.000 Έλληνες στρατιώτες έπεσαν στο πεδίο της μάχης ή αιχμαλωτίστηκαν.
Απογοητευμένοι από τη στρατιωτική ηγεσία τους, οι Έλληνες επιζώντες πυρπόλησαν μουσουλμανικά χωριά κατά την άτακτη υποχώρησή τους προς τις ακτές της Μεσογείου. Δεκάδες χιλιάδες χριστιανοί κάτοικοι της υπαίθρου και των μικρών πόλεων ενώθηκαν με τα ελληνικά στρατεύματα που υποχωρούσαν, φοβούμενοι την εκδίκηση των Τούρκων. Ήδη από τις 5 Σεπτεμβρίου 1922, 150.000 πρόσφυγες συνωστίζονταν στη Σμύρνη.
Συχνά αναφερόμενη περιφρονητικά από τους Μουσουλμάνους ως «γκιαούρ (άπιστη) Σμύρνη», η πόλη που άκμαζε ως κέντρο του Διεθνούς Εμπορίου από τον 18ο αιώνα, είχε περίπου 500.000 κατοίκους, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Προξένου των ΗΠΑ George Horton το 1922. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν ήταν μουσουλμάνοι: 150.000 Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί με οθωμανική υπηκοότητα, 25.000 Αρμένιοι και 25.000 Σεφαραδίτες Εβραίοι, 10.000 Ιταλοί, 3.000 Γάλλοι, 2.000 Βρετανοί και 300 Αμερικανοί.
Σε ολόκληρη την περιοχή της Σμύρνης, σύμφωνα με επίσημα οθωμανικά στοιχεία, ο ελληνικός πληθυσμός ήταν ο πολυπληθέστερος με 375.000 κατοίκους. Η τραγωδία του εκτυλίχθηκε μπροστά στα μάτια ενός μεγάλου διεθνούς ακροατηρίου: Ιεραποστόλων και δασκάλων, διπλωματών και επιχειρηματιών, καθώς και των πληρωμάτων 27 ξένων πολεμικών και εμπορικών πλοίων που ήταν αγκυροβολημένα στον Κόλπο της Σμύρνης.
Μετά από κατοχή τριών ετών και τεσσάρων μηνών, τα ελληνικά στρατεύματα και η Διοίκηση εγκατέλειψαν τη Σμύρνη στις 8 Σεπτεμβρίου 1922. Τις πρώτες πρωινές ώρες της επόμενης ημέρας, τμήματα του κεμαλικού Ιππικού υπό τη διοίκηση του Nureddin Pascha, του «Χασάπη της Σμύρνης», κατέλαβαν την εντελώς ανυπεράσπιστη πλέον πόλη. Αρχικά λεηλάτησαν και βανδάλισαν την αρμενική συνοικία Haynoz πριν την πυρπολήσουν τη νύχτα της 13ης Σεπτεμβρίου, πιθανώς για να εκδιώξουν οριστικά τους κατοίκους και τους πρόσφυγες. Η φωτιά επεκτάθηκε γρήγορα στην παρακείμενη ελληνική συνοικία.
Ο Αρμένιος γιατρός Garabed Hatscherian σημείωνε: «Ολοένα και περισσότερο, οι φλόγες πλησιάζουν το σπίτι μας. Οι κρότοι από τα φλεγόμενα σπίτια και η μετατροπή των καύσιμων υλών σε σύννεφα από φλόγες μου έδωσαν τη δυνατότητα να βιώσω μια εικόνα κόλασης, η οποία μέχρι τώρα μου ήταν άγνωστη. Έχω δει μεγάλες πυρκαγιές στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες πόλεις, και έχω δει ολόκληρες πόλεις και χωριά να καίγονται στα πεδία των μαχών των Δαρδανελίων και στη Ρουμανία, αλλά καμία από τις πυρκαγιές δεν με έχει επηρεάσει τόσο πολύ. Η φωτιά της Σμύρνης είναι απερίγραπτη και ασύλληπτη. Η κατάστασή μας είναι απελπιστική».
Τουλάχιστον 150.000 Έλληνες και Αρμένιοι έχασαν τη ζωή τους, όπως το έθεσε ο Hatscherian, ανάμεσα «στη φωτιά, το νερό και το σπαθί»: Σκοτώθηκαν από την κατάρρευση τοίχων σπιτιών ή κάηκαν ζωντανοί μέσα σε αυτά, πνίγηκαν στο λιμάνι ενώ προσπαθούσαν μάταια να διαφύγουν σε ξένα πλοία ή έπεσαν θύματα των σφαγών. Μετά την κατάληψη της Σμύρνης, οι τουρκικές δυνάμεις και οι άμαχοι σκότωσαν περίπου 40.000 Έλληνες άνδρες, γυναίκες και παιδιά μόνο κοντά στην πόλη της Manisa. Την άνοιξη του 1923, Έλληνες που παρείχαν καταναγκαστική εργασία υποχρεώθηκαν να κρύψουν τα σαπισμένα πτώματα τους για να μην τα δει ο Ισπανός επιθεωρητής Κοινωνίας των Εθνών Dellara.
Μπορεί κανείς να τοποθετήσει την πτώση της Σμύρνης στο πλαίσιο του ελληνοτουρκικού πολέμου από το 1919 έως το 1922. Όμως αυτό δεν είναι αρκετό. Ο ελληνικός πληθυσμός της επαρχίας του Αϊδινίου έπεσε θύμα μποϊκοτάζ και τρομοκρατικών μέτρων, εκτοπισμών και σφαγών και πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν και ορισμένοι πρόσφυγες επέστρεψαν την εποχή της ελληνικής κατοχής το 1919, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους για δεύτερη φορά το φθινόπωρο του 1922. Ωστόσο, η ανθρωπιστική καταστροφή του 1922 δεν προκλήθηκε μόνο από τον τουρκικό φθόνο, το θρησκευτικό μίσος και τη βαθιά δυσπιστία προς τους χριστιανούς συμπατριώτες. Η άρνηση των Συμμάχων να επέμβουν στρατιωτικά για την προστασία των Οθωμανών Χριστιανών είναι υπεύθυνη σε μεγάλο βαθμό, παρά το γεγονός ότι η Βρετανία εξέτασε το ζήτημα εν συντομία.
Για τον Ύπατο Αρμοστή των ΗΠΑ, Ναύαρχο Mark Bristol, όχι μόνο είχαν προτεραιότητα έναντι της προστασίας των μειονοτήτων τα εθνικά συμφέροντα, ιδιαίτερα στην Ενέργεια -όπως συμβαίνει συχνά σε όλους όσοι καλούνται να λάβουν αποφάσεις-, αλλά οι αποφάσεις του χαρακτηρίζονταν από αντι-βρετανικές και ανθελληνικές προκαταλήψεις, όπως δήλωσε επικριτικά ο ομότιμος καθηγητής του Harvard, Lou Ureneck: «Ο Bristol (…) περιφρονούσε τους Έλληνες. Στα μάτια του Bristol οι Έλληνες ήταν "ακόμη χειρότεροι από τους Εβραίους και τους Αρμένιους", ήταν μια "φυλή έξυπνων και ανέντιμων εμπόρων"».
Η Σμύρνη το 1922 έγινε η επιτομή της αποτυχίας παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας. Η εκκένωση των Ευρωπαίων και των Αμερικανών ακολουθήθηκε από αυτό που επαναλήφθηκε πρόσφατα στο Αφγανιστάν: «Το επιτόπιο προσωπικό», στην περίπτωση της Σμύρνης κυρίως υπηρέτες, δάσκαλοι και διερμηνείς, έμεναν συνήθως πίσω, μη πολιτογραφημένοι Έλληνες και Αρμένιοι απωθήθηκαν στο λιμάνι.
Στις 16 Σεπτεμβρίου 1922, ο Nureddin διέταξε όλοι οι Έλληνες και οι Αρμένιοι μεταξύ 18 και 45 ετών, παρά την οθωμανική υπηκοότητά τους, να αντιμετωπίζονται ως αιχμάλωτοι πολέμου. Όλοι οι άλλοι, είτε κάτοικοι της Σμύρνης είτε πρόσφυγες από το εξωτερικό, διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1922. Στη συνέχεια, άντρες και γυναίκες χωρίστηκαν, οι άνδρες εκτελέστηκαν ομαδικά ή εστάλησαν να παράσχουν καταναγκαστική εργασία, από την οποία πολλοί δεν επέστρεψαν ζωντανοί.
Η Διευθύντρια του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού, Esther Clayson Pohl Lovejoy, βίωσε τα δεινά των Χριστιανών γυναικών που απέμειναν στη Σμύρνη: «Όταν έφτασα στη Σμύρνη, 250.000 άνθρωποι συνωστίζονταν στις αποβάθρες —εξαθλιωμένοι, τυραννισμένοι και έξαλλοι— οι γυναίκες έπεφταν θύματα ξυλοδαρμού, τους έσκιζαν τα ρούχα, οικογένειες χωρίζονταν και τους λήστευαν τα πράγματά τους».
Η φρίκη της Σμύρνης ξεπερνά κάθε φαντασία και τη δύναμη των λέξεων, έγραψε η Lovejoy. «Είναι ένα έγκλημα για το οποίο ευθύνεται ολόκληρος ο κόσμος, γιατί δεν ανέπτυξε κατά την πολιτισμένη του περίοδο κανένα μέσο για να αποτρέπει τέτοιες εντολές, όπως η εκκένωση μιας ολόκληρης πόλης και τα μέσα με τα οποία εκτελέστηκε. Είναι έγκλημα ο κόσμος να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα με μια αίσθηση ουδετερότητας και να επιτρέπει αυτά τα εγκλήματα εις βάρος 200.000 γυναικών».
Διασώθηκαν μόνο η μουσουλμανική συνοικία και το τουρκικό τοπωνύμιο της Σμύρνης: Izmir. Ένα ιταλικό οδοιπορικό του Φεβρουαρίου του 1925 περιέγραφε την πόλη-φάντασμα ως «τρομακτικό σύμβολο για ολόκληρη την Τουρκία», από το οποίο οι Έλληνες, το στοιχείο που τη χαρακτήριζε, «είχαν σαρωθεί και διαγραφεί».
Τα γενοκτονικά γεγονότα στην οθωμανική επαρχία του Αϊδινίου δημιούργησαν τη δημογραφική βάση για μια «Τουρκία των Τούρκων». Η αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών, την οποία η νεοτουρκική ηγεσία είχε επιδιώξει ανεπιτυχώς πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εφαρμόστηκε λίγους μήνες μετά τη «Μεγάλη Φωτιά» με τη διμερή ελληνοτουρκική Συνθήκη της Λωζάνης τον Ιανουάριο του 1923.
Στο τέλος του άρθρου επισημαίνεται πως «Εκδήλωση Μνήμης θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου στην περιοχή Westend του Βερολίνου στο Οικουμενικό Μνημείο Θυμάτων Γενοκτονίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.