Παρασκευή 28 Μαρτίου 2025

Άκρα του τάφου σιωπή αντί του «χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!» στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου

 Άρθρο γνώμης της Δρ. Ιωάννας Μάμαλη Παναγιώτου*

Με συγκρατημένη χαρά και συγκίνηση παραβρέθηκα στη δεξίωση του Ελληνικού Προξενείου για τα 204 χρόνια από την έναρξη του αγώνα για την Εθνική Παλιγγενεσία, η οποία εορτάστηκε, αν και κεκλεισμένων των θυρών για το ευρύ κοινό, με μεγαλοπρέπεια και την πρέπουσα επισημότητα στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου.

Προηγήθηκε κατάθεση στεφάνων στα Προπύλαια της εμπνευσμένης από την αρχαία Αθήνα πλατείας Königsplatz, όπου τα ονόματα των αγωνιστών του 1821 −γραμμένα στην ελληνική γλώσσα− κοσμούν τους δωρικούς κίονες. 

Η γράφουσα μαζί με τους Προξένους της Ιαπωνίας,
 της Γαλλίας και της Βόρειας Μακεδονίας
Και από τους Δωριείς (βλ. τους δωρικούς κίονες και τις ζωφόρους των Προπυλαίων) μεταβήκαμε στους Ίωνες (βλ. τη στοά της αριστουργηματικής Γλυπτοθήκης σε ιωνικό ρυθμό) με την υπογραφή του Leo von Klenze. Ανάμεσά τους Νεοέλληνες, Βαυαροί και επίσημοι προσκεκλημένοι ως εκπρόσωποι λοιπών Προξενείων, γεγονός που μαρτυρά την επιτυχία της βραδιάς σε υψηλό διπλωματικό επίπεδο.

Ωστόσο, ως ευσυνείδητη πολίτις με κριτική σκέψη, μου είναι αδύνατον να μην αναφέρω δύο γεγονότα που μου έκαναν αλγεινή εντύπωση. Ξεκινώντας από το στιγμιότυπο ελάσσονος σημασίας, μνημονεύω τις ιστορικές ανακρίβειες όπως π.χ. το ότι η αίσια έκβαση της Επανάστασης οφείλεται στη συνεισφορά της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας (με επιτονισμό της λέξης από τον ομιλητή), αγνοώντας φερειπείν τον ανθέλληνα Klemens von Metternich που πολέμησε αδυσώπητα τον Ελληνισμό.

Καθότι, όμως, η αναφορά εστιάστηκε εν συνεχεία στη γερμανική και δη τη βαυαρική στήριξη του αγώνα, το αντιπαρέρχομαι, άρα ουδόλως αμφισβητώ την καλοπροαίρετη διάθεση του εκφωνούντος το λόγο. Η αφέλειά μου είναι ελεγχόμενη. Ασφαλώς και δεν περίμενα να ακουστούν στο όνομα της ιστορικής αλήθειας και οι σκοτεινές κινήσεις των «Μεγάλων Δυνάμεων» κατά την κήρυξη της Επανάστασης όπως και το ότι η «ασήμαντη» σήμερα Haiti (Αϊτή) πρώτη ανταποκρίθηκε στην έκκληση για βοήθεια και πρώτη αναγνώρισε την Επανάσταση.

Άλλωστε δεν υπήρξε αντίλογος ή έστω συμπληρωματική ομιλία από Έλληνα Ιστορικό για να αντιπαρέλθει τον υφέρποντα ελιτισμό τονίζοντας και τη συμβολή του ελληνικού λαού, που με αυταπάρνηση και ζέση, τίμησε το λάβαρο της επανάστασης που υψώθηκε στην ιστορική μονή της Αγία Λαύρας στα Καλάβρυτα.

Αυτή η παράλειψη θα ήταν σημαντική και για τους ίδιους τους Γερμανούς στο πλαίσιο ολοκληρωμένης εκμάθησης της ιστορίας. Η ειρωνεία της ιστορίας… Όντως οι οικοδεσπότες μας (κατά τον μαροκινό κωμικό Abdelkarim »Meine Eltern Gastarbeiter, ich Gast«, δηλ. οι γονείς μου φιλοξενούμενοι εργάτες, εγώ (σκέτο) φιλοξενούμενος), στήριξαν τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων που ξεκίνησε στον τόπο, όπου 122 χρόνια αργότερα διαπράχθησαν ασύλληπτες γερμανικές θηριωδίες σε βάρος του άμαχου πληθυσμού. Εύλογα θα αναρωτιέστε τι σχέση έχει η παρούσα σύγκριση. Έπεται η απάντηση.

Πάμε όμως στα καθ’ ημάς και στο πώς εμείς τιμάμε κατά το δοκούν την πολιτισμική μας συνείδηση. Στο κλείσιμο της εκδήλωσης υψηλού κύρους ακούστηκε ως είθισται ο ελληνικός εθνικός ύμνος. Αυτό που όμως δεν συνηθίζεται και δεν το έχω δει σε καμία γωνιά της γης, είναι να μην ακουστεί ούτε μια λέξη από τον εθνικό μας ύμνο, ο οποίος άλλωστε ενσαρκώνει πανανθρώπινες αξίες όπως η Ελευθερία. Ουδείς σχεδόν εκ των παρευρισκόμενων, ως εκπρόσωποι του Ελληνισμού εν Μονάχω, δεν τραγούδησε έστω χαμηλόφωνα −ούτε καν ψέλλισε− τους ανυπέρβλητους στίχους του εθνικού μας ποιητή, Διονυσίου Σολωμού.

Αντιθέτως, −στεκόμουν σε σημείο όπου μπορούσα να αισθανθώ τη διαφορά των decibel− με πολύ μεγάλο ενθουσιασμό και ιδιαιτέρως δυνατά τραγούδησαν μαζί με τους Βαυαρούς καλεσμένους τον γερμανικό εθνικό ύμνο που ακούστηκε ακολούθως −επίσης ορχηστρικά.

Θα μπορούσα να κάνω μια εκτεταμένη ανάλυση περί πολιτισμικής υποτέλειας, αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Το γεγονός ότι με πολύ μεγάλη πιθανότητα τούτες οι γραμμές δεν θα είχαν γραφτεί εάν κάποιος, κυριολεκτικά, έδινε τον τόνο και μας προέτρεπε να ψάλλουμε τον εθνικό ύμνο, είναι από μόνο του θλιβερό και αποτελεί σχήμα οξύμωρο, εφόσον εκείνη τη στιγμή, εορτάζαμε την απελευθέρωση, την ανεξαρτησία, την εθνική μας υπόσταση.

Και ενώ οφείλω να εξάρω την εκδήλωση ως φαεινή πολιτική και πολιτιστική κίνηση (ακολούθησε συναυλία με ελληνικά τραγούδια), εφιστώ την προσοχή και στην αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι. Διότι εντελώς διαφορετικά εορτάζουν οι Έλληνες της Αμερικής, που πραγματικά είναι και ορθώς αισθάνονται και Έλληνες και Αμερικανοί και αλλιώς οι Ομογενείς της Γερμανίας που ζουν σε χώρα με ακραιφνή εθνικά χαρακτηριστικά, όπου ο διφυής πολιτισμικός χαρακτήρας των μη Γερμανών ωχρά.

Παραπέμπω σε μια ρήση της Hannah Arendt, η οποία έγραφε το 1946 στον Karl Jaspers: »Amerika ist kein Nationalstaat, und Europäern fällt es verdammt schwer, diese einfache Tatsache zu begreifen.«** Άρα, η μεταφορά μιας παράδοσης των Ομογενών που ζουν στις ΗΠΑ, οι οποίες συστάθηκαν ως χώρα πλαισιωμένες από τόσους πολλούς και διαφορετικούς λαούς στο γερμανικό έδαφος που διέπεται από αυστηρά χαρακτηριστικά ως προς την «καθαρότητα» της καταγωγής και σαφή παράδοση εθνικού κράτους, μόνο κακέκτυπο μπορεί να είναι.

Τέλος, όσον αφορά τη σύγκριση που έγινε παραπάνω, αναφέρω ότι αυτό που συνέβη το απόγευμα της 25ης Μαρτίου στο Μόναχο, αποτελεί αναντίρρητα αλλοίωση του σημαίνοντος και του σημαινομένου και ασέβεια.

Διότι ουδείς έχει το δικαίωμα να υποβιβάζει τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας και να τον παρουσιάζει σε ξένο κοινό ως ένα απλά και μόνο ορχηστρικό κομμάτι χωρίς λόγια. Άλλωστε η μελοποίηση από τον Νικόλαο Μάντζαρο είναι δευτερευούσης σημασίας, σε σχέση με τους βαρυσήμαντους στίχους, τους οποίους αρνήθηκαν να τραγουδήσουν οι εκπρόσωποι του Ελληνισμού του Μονάχου.


Και είναι ακόμα πιο δυσάρεστο που με τόσο πάθος τραγούδησαν (έχοντας μείνει πρωτύτερα σιωπηλοί όσο ακουγόταν ο ελληνικός) το γερμανικό ύμνο, ο οποίος ως γνωστόν παρέμεινε μελωδικά ο ίδιος μετά τη λήξη του πολέμου και που ίσως προκαλεί κάποια δυσαρέσκεια σε όσους δεινοπάθησαν από τις γερμανικές καταστροφές.

Άρα, υπήρξε μια −για άγνωστους λόγους− σαφή προτίμηση στον γερμανικό εθνικό ύμνο, ως ανώτερο, αισθανόμενοι την ανάγκη να τον βροντοφωνάξουμε εκκωφαντικά επί γερμανικού εδάφους, κι ας ήμασταν περιτριγυρισμένοι από τα αρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά γλυπτά. Αυτό από μόνο του δεν είναι κατακριτέο. Ίσα-ίσα δείχνει ότι σέβεσαι τη χώρα που ζεις. Το «κατηγορώ» μου στρέφεται στην αναίτια προτίμηση.


Το να έχει κανείς απαντήσει στο δίλημμα «ενσωμάτωση ή αφομοίωση» είναι δικαίωμά του. Το να ρίχνει όμως, στο όνομα της όποιας αμηχανίας, την ποιότητα του ελληνικού στο επίπεδο π.χ. του ισπανικού εθνικού ύμνου Marcha Real, που δεν έχει επίσημους στίχους καθότι αποτελεί βασιλικό εμβατήριο, εγείρει ερωτηματικά ιστορικής παραχάραξης που χρήζουν άμεσης και επίσημης απάντησης.

Ωστόσο, όπως έγραψα εξ αρχής, διαφυλάσσω καλοπροαίρετο πνεύμα. Άλλωστε, πουθενά δεν γίνεται αναφορά σε ονόματα. Η παρούσα έκθεσης ιδεών/σκέψεων δεν στοχοποιεί ανθρώπους, μα στηλιτεύει το γεγονότος και μόνο. Στο πνεύμα αυτού, ας μου επιτραπεί μια επανάληψη των δύο από τις 158 στροφές του Εθνικού Ύμνου εἰς τὴν Ἐλευθερίαν, σε περίπτωση που ίσως ξεχάστηκαν κατά την πολυετή παραμονή στη δεύτερη πατρίδα από τους ευυπόληπτους εκπροσώπους:

»Σ γνωρίζω π τν κόψι

το σπαθιο τν τρομερή,

σ γνωρίζω π τν ψι

πο μ βία μετράει τν γ.

 

π’ τ κόκαλα βγαλμένη

τν λλήνων τ ερά,

κα σν πρτα νδρειωμένη,

χαρε, χαρε, λευθεριά!«


**Arendt, Hannah (1998). Ich will verstehen: Selbstauskünfte zu Leben und Werk (Ηg. Ursula Ludz), 3. Auflage, München/Zürich, σελίδα 115.

* Η Δρ. Ιωάννα Μάμαλη Παναγιώτου, Διδάκτωρ Αμερικανικής Πολιτισμικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Μονάχου, εκπονεί τη μεταδιδακτορική της έρευνα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και συνεργάζεται με Πανεπιστήμια της Μέσης Ανατολής και με διεθνή φεμινιστική οργάνωση ως επιστημονική συνεργάτιδα.

Σημείωση ΔΟΡΥΦΟΡΟΥ: Τα άρθρα γνώνης δεν εκφράζουν οπωσδήποτε τις θέσεις της συντακτικής επιτροπής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.